Στις 9 Ιουνίου οι πολίτες καλούνται στις κάλπες για την ανάδειξη ευρωβουλευτών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εν όψει της εκλογικής αυτής αναμέτρησης αναρωτιέται κανείς ποια είναι τα κίνητρα για να προσέλθει στις κάλπες. Ποια είναι η συμβολή του Ευρωκοινοβουλίου στην διαδικασία λήψης αποφάσεων στην ΕΕ;
Αν και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν αποτελεί το πιο ισχυρό όργανο λήψης αποφάσεων, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η σταδιακή ενίσχυση του ρόλου του. Η διαδικασία της συναπόφασης καθιστά την ευρωβουλή συν-νομοθέτη στο 90% περίπου της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο θεσμικός ρόλος του Ευρωκοινοβουλίου συμβάλλει στην ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας του Ευρωπαϊκoύ δικαίου, δεν φαίνεται να αμβλύνεται το δημοκρατικό έλλειμμα στην ΕΕ.
Η κρίση του 2008 έδειξε ότι όσο δεν προτείνονται εναλλακτικοί ριζοσπαστικοί πολιτικοοικονομικοί μηχανισμοί, η προεξάρχουσα γερμανική ορθόδοξη φιλελεύθερη προσέγγιση υπέρ της λιτότητας και των αυστηρών δημοσιονομικών προϋπολογισμών θα εξακολουθεί να κυριαρχεί στην ατζέντα της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η βελτιωμένη πρόσβαση στις αγορές ευνοεί τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και παρατηρείται μεγαλύτερη συγκέντρωση οικονομικής ισχύος σε ορισμένες περιοχές, αλλά και μεγάλες εταιρείες.
Τα κράτη παραιτούνται των παραδοσιακών ευθυνών τους στον τομέα της πρόνοιας, προκειμένου να ικανοποιήσουν τα αιτήματα της ανταγωνιστικότητας και της σταθερότητας των τιμών που επιβάλλονται από την ενιαία αγορά και το ενιαίο νόμισμα. Η ανάπτυξη μίας υπερεθνικής δικαιακής τάξης βασίζεται στις ανάγκες της οικονομικής ολοκλήρωσης και δεν απορρέει από ένα σαφές πρόγραμμα πολιτικής ολοκλήρωσης. Σε σύγκριση με τον δυναμισμό της οικονομικής ολοκλήρωσης, η πολιτική εξέλιξη της Ένωσης παραμένει ατελής.
Παρά τις διασυνοριακές οικονομικές, πολιτισμικές και κοινωνικές ανταλλαγές, η ανάπτυξη και ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών παραμένουν περιορισμένοι, η ανάδυση ευρωπαϊκής ταυτότητας δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα της ΕΕ, καθώς οι πολίτες δεν αισθάνονται να ανήκουν σε ένα ευρωπαϊκό «δήμο» και συνακόλουθα οι εθνικές ταυτότητες υπερισχύουν, στοιχεία τα οποία παρεμποδίζουν τον αποτελεσματικό ρόλο της ΕΕ στις διεθνείς εξελίξεις και τον εκδημοκρατισμό της υπερεθνικής της διακυβέρνησης.
Τα θεσμικά όργανα παραμένουν απομακρυσμένα από τους πολίτες, τους οποίους υποτίθεται ότι υπηρετούν και σαν αποτέλεσμα η δημοκρατική διαδικασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν δείχνει ιδιαίτερα αποτελεσματική.
Η διαδικασία λήψης αποφάσεων στην ΕΕ παρουσιάζει έλλειμμα διαφάνειας, είναι περίπλοκη και μηδενίζει τον ρόλο των μικρών πληθυσμιακά κρατών. Ως αποτέλεσμα δεν υπάρχει διεθνικός διάλογος σχετικά με τις προτεραιότητες της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.
Το όραμα μίας σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ένωσης ευημερίας απομακρύνεται, καθώς η ΟΝΕ θεσμοθετεί την αποσάρθρωση του δημοσίου τομέα στα κράτη-μέλη και περιορίζει τα πλαίσια μίας αποτελεσματικής κοινωνικής και φορολογικής πολιτικής.
Η βασική υπόθεση εργασίας της ΕΕ, ότι η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος οδηγεί αυτόματα σε χαμηλότερο πληθωρισμό και σε μεγαλύτερη ανάπτυξη και απασχόληση, δεν επιβεβαιώνεται εμπειρικά.
Είναι ακόμη εμφανές ότι ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός είναι ανεπαρκής για την άσκηση σταθεροποιητικής μακροοικονομικής πολιτικής, καθώς και για την επίτευξη πραγματικής σύγκλισης μεταξύ των οικονομιών, γεγονός που συντείνει ώστε να γιγαντώνεται το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης στην ΕΕ.
Επιπλέον, αναρωτιέται κανείς εάν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σέβεται την εντολή που της έχει αναθέσει ο Ευρωπαίος νομοθέτης, δηλαδή «να στηρίζει την γενική οικονομική πολιτική της Ένωσης» ή στην πράξη υποτάσσεται στα συμφέροντα μίας οικονομικής ελίτ, η οποία ουδόλως υπηρετεί τις πραγματικές αναπτυξιακές ανάγκες της οικονομίας και στρέφεται κατά των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών ?
Επίσης,ο μηχανισμός διοίκησής της ΕΚΤ κάθε άλλο παρά διασφαλίζει την κυριαρχία των κρατών-μελών, καθώς διοικείται με βάση την συμμετοχή κάθε κράτους-μέλους στον κοινοτικό ΑΕΠ, κατά παράβαση της αρχής της θεσμικής–τυπικής ισοτιμίας των κρατών μελών.Ο καταστατικός της σκοπός είναι η σταθερότητα των τιμών, ήτοι η αντιπληθωριστική πολιτική σε μία ενιαία νομισματική ζώνη, όπου τα κράτη κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, απασχόλησης, ανταγωνιστικότητας, επενδυτικής δραστηριότητας και βιοτικού επιπέδου.
Οι αποπληθωριστικές επιδιώξεις της ΕΚΤ δημιουργούν ανεπαρκή ζήτηση, η οποία οδηγεί σεμειωμένες πωλήσεις και κέρδη, που αποτελούν τροχοπέδη για μελλοντικές επενδύσεις. Ο τρόπος λειτουργίας και διοίκησης τελικά της ΕΚΤ αναπαράγει τις ανισότητες στις σχέσεις εμπορίου και χρηματοδότησης μέσα στην κοινή αγορά.
Η κρίση χρέους ανέδειξε κρίσιμα πολιτικά και θεσμικά θέματα, από τα οποία εξαρτάται ο καθαυτός λόγος ύπαρξης της Ένωσης.Η κρίση κατέδειξε την οικονομικήαλληλεξάρτηση των κρατών-μελών, την συνυπευθυνότητά τους και την ανάγκη για υποστήριξη των θεμελιωδών Αρχών της Ένωσης .
Ωστόσο, οι Αρχές περί «ευημερίας των λαών», «κοινωνικής και εδαφικής συνοχής», αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών» και του «σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», αντί να επαναβεβαιώνονται, υποχωρούν, καθόσον λαμβάνει χώρα μετατόπιση των θεσμών σε μηχανισμούς άτυπης διαβούλευσης των ισχυρών του κεντρικού πυρήνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Eurogroup, το οποίο σύμφωνα με το ΔΕΕ είναι άτυπη σύνοδος Υπουργών και όχι όργανο λήψης αποφάσεων,ενώ οι πράξεις του δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Αυτή η θεσμική μετατόπιση τροφοδοτεί και ενισχύει το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Είναι γεγονός ότι η ΕΕ είναι ένωση κρατών, όχι ένωση πολιτών, καθώς η πολιτική της ενοποίηση παραμένει στα σπάργανα, και οι όποιες θεσμικές βελτιώσεις δεν έχουν άμεση αντανάκλαση στους πολίτες. Ωστόσο, η ΕΕ σήμερα διαχειρίζεται θέματα που αφορούν άμεσα τους ευρωπαίους πολίτες, όμως η επιρροή τους είναι έμμεση και ανεπαρκής.
Η πολιτική αυτή οδήγησε σε αύξηση της δυσαρέσκειας των ευρωπαίων, οι οποίοιβγήκαν στους δρόμους διεκδικώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας και αμοιβής για μια αξιοπρεπή διαβίωση.Ταυτόχρονα όμως στρέφονται στις αντι-ευρωπαϊκές δυνάμεις της ακροδεξιάς που παρουσιάζουν σαφή άνοδο.
Ακόμη, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, η μείωση της αγοραστικής ικανότητας των Ευρωπαίων, η ενίσχυση των εισοδηματικών ανισοτήτων και η συσώρευση του πλούτου σε όλίγους είχεκαι δευτερογενείς επιπτώσεις, καθώς οδήγησε στην υστέρηση της ΕΕ στον τομέα των επενδύσεων σε νέες πράσινες τεχνολογίες και πράσινο υδρογόνο.
Ο λόγος; Hμειωμένη ικανότητα απορρόφησης των νέων τεχνολογικών προϊόντων από τους ευρωπαίους εξ αιτίας της λιτότητας, αποθάρρυνε τους επιχειρηματικούς ομίλους να επενδύσουν στην Ευρώπη. Σήμερα η ΕΕ απέχει τεχνολογικά από τις ΗΠΑ και την Κίνα «παρασάγκας εβδομήκοντα», με την πράσινη ανάπτυξη να είναι πλέον άπιαστο όνειρο και την Ευρώπη να οδεύει προς το χείλος της παρακμής.
Ως αποτέλεσμα, οι Ευρωπαίοι πολίτες στρέφουν τα νώτα τους στην ΕΕ της ελλειμματικής δημοκρατίας και της ενίσχυσης των οικονομικά ισχυρών.
Αναφορικά με την στάση των ευρωπαίων πολιτών απέναντι στο Ευρωκοινοβούλιο, παρατηρείται ότι το «κοινοβουλευτικό έλλειμμα» οξύνεται από το «δημοκρατικό έλλειμμα», το οποίο επιτείνεται έτι περαιτέρω ως επακόλουθο του πρώτου, ώστε να δημιουργείται ένα «αμφίδρομο σύνδρομο».
Ως αποτελέσμα ο ευρωπαίος πολίτης επιλέγει την αποχή από τις ευρωεκλογές, θέλοντας να στείλει το μήνυμα της δυσαρέσκειας στις ηγετικές ελίτ των Βρυξελλών, οι οποίες προσπαθούν να τον πείσουν ότι η συμμετοχή του στις ευρωεκλογές θα γεφυρώσει το χάσμα της δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Το ως άνω «πίνγκ-πόνγκ» προσβάλλει την δημοκρατικότητα του Ευρωκοινοβουλίου και αναδεικνύει τον πολίτη ως τον μεγάλο χαμένο, τον «Ευρωπαίο ασθενή».