ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΝΤΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Ιστορική στιγμή χαρακτήρισε η κυβέρνηση την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και την επί της ουσίας κατάργηση του άρθρου 16. Μόνο που δεν είναι μια στιγμή. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης προετοιμασίας με τον “Νόμο Κεραμέως”.

Γιατί να μην πανηγυρίζει η κυβέρνηση σε μια πολύ ευνοϊκή γι’ αυτήν συγκυρία; Πέτυχε ουσιαστικά την κατάργηση του αυτοδιοίκητου, την κυριαρχία της αναπαράστασης των δημόσιων πανεπιστημίων ως “άντρων ανομίας”, την απαξίωση του νέου επιστημονικού-διοικητικού προσωπικού (πρεκαριάτο), την υποταγή μιας ολόκληρης γενιάς στην ορατή και αόρατη βία της “ευέλικτης” αγοράς εργασίας και πολλά άλλα.

Μόνο ένα μαζικό και ανθεκτικό φοιτητικό κίνημα μπορεί τώρα πια να αποτρέψει την οριστική “ταφόπλακα” στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Μακάρι το διδακτικό προσωπικό να τολμήσει να συμπαραταχθεί με τους φοιτητές, όχι σε διακηρύξεις αλλά σε αγώνα διαρκείας.

Ποτέ δεν είναι αργά (αν και, μεταξύ μας, το βλέπω λίγο χλωμό).

* Σε αυτό το άρθρο μου (στις 17/7/2022) στην εφημερίδα Η Εποχή εξέφρασα φόβους που δυστυχώς επαληθεύτηκαν. Και οι ευθύνες βαραίνουν πολλούς και όχι μόνο την κυβέρνηση.

ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΤΟ ΑΓΟΡΑΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ-ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ

Με ένα νομοσχέδιο 400 σελίδων, αγνοώντας επιδεικτικά τις αντιδράσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας από ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια, η κυβέρνηση επιβάλλει τον μετασχηματισμό του δημόσιου πανεπιστημίου σε μια αμφιβόλου ποιότητας πολυεθνική επιχείρηση, η οποία κινδυνεύει να οδηγηθεί σε μαρασμό από τις ίδιες τις αντιφάσεις της. Ακόμα και στο πεδίο που η κυβέρνηση διατυμπανίζει ως «καινοτόμο», και που δεν είναι άλλο από την περίφημη σύνδεση των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας (σαν αυτός να ήταν ο σκοπός της επιστημονικής γνώσης), το τοπίο είναι θολό. Πολύ φοβάμαι πως η «πολυπόθητη» σύνδεση με την ήδη απορρυθμισμένη αγορά εργασίας θα μείνει στα χαρτιά του νομοσχεδίου. Τα ευέλικτα πτυχία πολλαπλών ταχυτήτων, απογυμνωμένα από τη συνάφεια με τις «επιστημονικές πειθαρχίες» (disciplines), δεν θα έχουν καμία άλλη αξία πέρα από την αυθαίρετη και φθηνότερη εκμετάλλευση του νέου ανθρώπινου δυναμικού από τις αγορές. H μόνη σύνδεση που διαβλέπω, είναι να «διδάσκονται» στην πράξη οι ευέλικτες σχέσεις εργασίας τόσο στις «κατώτερες» και απόλυτα εξαρτημένες βαθμίδες και κατηγορίες του επιστημονικού δυναμικού, όσο και στους φοιτητές.

Το νέο επιστημονικό δυναμικό υφίσταται μια τεράστια απαξίωση και απώλεια. Χάνει πια τη δυνατότητα να εξελίσσεται με κύριο γνώμονα την επιστημονική και διδακτική επάρκεια. Όχι πως σήμερα αυτό γινόταν με πλήρη διαφάνεια και αξιοκρατία. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Ωστόσο, με το «ν/σ Κεραμέως», το νέο επιστημονικό – διδακτικό προσωπικό μετατρέπεται σε ένα ανθρώπινο «αποθεματικό», το οποίο καλείται σε μόνιμη επιχειρηματική δραστηριότητα τόσο για την εξασφάλιση του μισθού του, όσο και για την περαιτέρω εξέλιξή του, όταν και όποτε αυτή προκύψει. Η εκμετάλλευση αυτού του δυναμικού εντός του πανεπιστημίου διασταυρώνεται με την αυριανή εκμετάλλευση των φοιτητών ως εργαζόμενων με απαξιωμένα πτυχία, ισοπεδωμένα με την κατάρτιση και την απόκτηση δεξιοτήτων που παρέχεται σήμερα στα πάσης φύσεως ιδιωτικά κολέγια. Έτοιμοι, επομένως, οι φοιτητές προς κατανάλωση από τις πραγματικές επιχειρήσεις που περιμένουν να τους καταβροχθίσουν στη ζούγκλα της αγοράς εργασίας.

Αυτόν τον απώτερο και μη ορατό σκοπό φαίνεται να εξυπηρετούν η αλλαγή του τρόπου διοίκησης των πανεπιστημίων, η απώλεια του αυτοδιοίκητου και της όποιας αυτοτέλειας, η καθυπόταξη της έρευνας στις προτεραιότητες της αγοράς, ο αυταρχισμός που επιβάλλεται μέσω της πειθάρχησης της ακαδημαϊκής ζωής διδασκόντων και διδασκομένων και του τέλους των όποιων συμμετοχικών δημοκρατικών διαδικασιών έδιναν έναν αέρα ελευθερίας και αξιοπρέπειας στην πανεπιστημιακή κοινότητα.

Με λίγα λόγια, το ίδιο το πανεπιστήμιο μετατρέπεται σε μια παράλληλη επιχείρηση που θα εργάζεται προς όφελος των «κανονικών» επιχειρήσεων και εταιρειών του ιδιωτικού τομέα. Οι τελευταίες, μάλιστα, έχουν μόνο να κερδίσουν, αφού θα ελέγχουν και θα διαχειρίζονται κατά το δοκούν την περιουσία και την ουσία των πανεπιστημίων, χωρίς να υποχρεώνονται σε καμία «επένδυση» και ιδιαίτερη δαπάνη. Είναι άξιο απορίας, όχι όμως ακατανόητο, πως ακόμα και το συμμετοχικό μοντέλο διοίκησης που εφαρμόζουν οι υπερσύγχρονες επιχειρήσεις, αποκλείεται από το πανεπιστήμιο. Οι υπερεξουσίες που εκχωρούνται σε μια μειοψηφική ηγετική ομάδα (πρύτανης και συμβούλιο διοίκησης), η νομιμοποίηση από τα πάνω μιας μη αντιπροσωπευτικής διοίκησης, η απαξίωση του ανθρώπινου δυναμικού, κ.λπ. περιγράφονται ως μοντέλα προς αποφυγή στα σύγχρονα εγχειρίδια της διοίκησης επιχειρήσεων, της οργανωσιακής ψυχολογίας και της εργασιακής κοινωνιολογίας. Οι «νέοι ορίζοντες» είναι ξεπερασμένες συνταγές των αυστηρά ιεραρχικών τρόπων διοίκησης που έχουν εγκαταλειφθεί από τις ίδιες τις «ευφυείς» επιχειρήσεις, καθώς αποδείχτηκαν μη λειτουργικές για την επίτευξη του μέγιστου κέρδους. Σε αυτό το πλαίσιο, τα συλλογικά πανεπιστημιακά όργανα θα είναι απλοί κομπάρσοι σε ένα θέατρο στο οποίο ο πρωταγωνιστικός ρόλος μιας μειοψηφικής ομάδας θα παίζεται πλέον και στη σκηνή και στα παρασκήνια. Άνευ ορίων, όρων και ελέγχων.

Έτσι οι νέοι των δημόσιων πανεπιστημίων –που «τυχαίνει» να προέρχονται από τα φτωχά κοινωνικά στρώματα– θα βρεθούν εγκλωβισμένοι στα γρανάζια ενός αγοραίου συστήματος εκπαίδευσης. Εκεί, σύμφωνα με τους απαρχαιωμένους πλέον κανόνες του «φορντικού» μοντέλου εργασίας, θα διδάσκονται στην πράξη την εξάρτηση, τις ελαστικοποιημένες σχέσεις εργασίας και ζωής, την υποταγή στους ισχυρούς, την απαξίωση του κόπου και της προσπάθειας.

 Αν, μάλιστα, ονειρεύονταν το πανεπιστήμιο ως ανοιχτό χώρο σκέψης, διαλόγου, αμφισβήτησης, πολιτικών, κοινωνικών και άλλων δημιουργικών ανησυχιών, πολύ φοβάμαι πως θα ξυπνήσουν απότομα και άσχημα. Πειθαρχικά και ποινές θα τους περιμένουν στη γωνία για κάθε πρωτοβουλία έκφρασης, την οποία μια μη εκλεγμένη δημοκρατικά ηγετική μειοψηφία θα κρίνει αν ή όχι συνάδει με την αποστολή του πανεπιστημίου–επιχείρησης. Αρκεί να διαβάσει κανείς το πληθωρικό «πειθαρχικό δίκαιο» του νόμου για διδάσκοντες και διδασκόμενους και θα καταλάβει πού οδηγούμαστε.

Χωρίς να υποτιμώ τις χρόνιες παθογένειες του πανεπιστημιακού συστήματος, εκτιμώ πως η «ταφόπλακα» που μπαίνει σήμερα στο δημόσιο πανεπιστήμιο, θα απαιτήσει μεγάλες αντοχές και συνεργασίες διδασκόντων, φοιτητών και εργαζόμενων για να ανατραπεί. Και, τότε, ίσως δούμε κάποια στιγμή να αχνοφαίνονται οι «νέοι ορίζοντες».