ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΗΝ Ε.Ε. Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

Παγκόσμια ημέρα ελευθερίας του Τύπου σήμερα με την Ελλάδα παραμένει τελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωσης, καθώς σύμφωνα με την ετήσια έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα η χώρα μας ανέβηκε στην 88η θέση, όχι λόγω βελτιώσεων αλλά λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης σε άλλα κράτη (Βλ. Ποιοι κρατούν δέσμια τη δημοσιογραφική πένα).

Τρία χρόνια μετά την δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ, που δεν έχει διαλευκανθεί ακόμα, πολλοί είναι οι λόγοι για την δεινή κατάσταση των Μέσων Ενημέρωσης στην Ελλάδα. Επιθέσεις κατά δημοσιογράφων, αστυνομική βία κατά φωτορεπόρτερ, αυτολογοκρισία και non-papers συνθέτουν, μεταξύ άλλων, το παζλ.

Σύμφωνα με την Deutsche Welle, το βασικό πρόβλημα των ΜΜΕ στην χώρα μας είναι ότι δεν μπορούν να βγάλουν τα λεφτά τους, ενώ η καραντίνα έδωσε τη χαριστική βολή στις εφημερίδες με την κυκλοφορία τους να είναι στα τάρταρα. Στο ρεπορτάζ υποστηρίζεται πως η ελληνική αγορά είναι μικρή και τα Μέσα πολλά και δεύτερον, διότι στα χρόνια του διαδικτύου έχει κυριαρχήσει η κουλτούρα του δωρεάν. Καθώς, μάλιστα, η Ελλάδα βίωσε μια δεκαετή οικονομική κρίση, το πρόβλημα επιβίωσης των ΜΜΕ οξύνθηκε και δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί.  

«Τα ΜΜΕ για να επιβιώσουν χρειάζονται συνεχή επιδότηση από τους ιδιοκτήτες τους και τη στήριξη του κράτους. Και είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, εκδότες και καναλάρχες, που συνήθως βγάζουν τα λεφτά τους από άλλες δραστηριότητες, επιδοτούν τις ζημιογόνες εφημερίδες τους από βαθιά αγάπη για την έγκυρη ενημέρωση του κοινού. Οπότε οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί έγιναν όλο και πιο… στρατευμένοι υπέρ των συμφερόντων των ιδιοκτητών τους είτε επρόκειτο για επιχειρηματίες είτε για κόμματα. Το κυρίαρχο στις αίθουσες σύνταξης δεν είναι η λογοκρισία, αλλά η αυτολογοκρισία, ο δημοσιογράφος μαθαίνει να μην ενοχλεί τα αφεντικά του και τους φίλους των αφεντικών του». 

ΥΠΟΚΛΟΠΕΣ ΚΑΙ SLAPPS

H DW υπογραμμίζει πως δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, που κάποτε θα πρωταγωνιστούσαν σε όλα τα πρωτοσέλιδα, είτε δεν εμφανίζονται καν είτε κρύβονται σε κάποιο μονόστηλο των μέσα σελίδων. Αυτό έχει συμβεί κατά κόρον με το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων. Μάλιστα όταν κάποιο φιλοκυβερνητικό μέσο ενημέρωσης προβάλλει κάποια είδηση ενοχλητική για την κυβέρνηση, αυτό ερμηνεύεται αμέσως, ως κόντρα του ιδιοκτήτη του με το Μέγαρο Μαξίμου κι όχι ως δείγμα έγκυρης δημοσιογραφίας. 

Σημειώνεται ότι δύο χρόνια μετά τις πρώτες αποκαλύψεις για την παρακολούθηση δημοσιογράφων (13 στο σύνολο) τόσο από την ΕΥΠ όσο και με το παράνομο λογισμικό κατασκοπείας Predator δεν έχει λογοδοτήσει κανείς. Γενικά δεν έχει προσαχθεί κανείς στη δικαιοσύνη για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων. 

Αντίθετα, δημοσιογράφοι σέρνονται στα δικαστήρια για συκοφαντική δυσφήμιση από τους πρωταγωνιστές των σκανδάλων – και ξοδεύουν πολύ χρόνο και πολύ ενέργεια για να αποκρούσουν τα αυτονόητα. Όσο για την κυβέρνηση, αντί να προσπαθήσει να ρίξει φως στην υπόθεση, προσπαθεί να εξουδετερώσει τις ρυθμιστικές αρχές (για παράδειγμα την ΑΔΑΕ) που το προσπαθούν. 

ΛΙΣΤΑ ΠΕΤΣΑ ΚΑΙ NON PAPERS

Στο ρεπορτάζ σημειώνεται πως οι κυβερνήσεις αλλά και τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης προσπάθησαν -και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχαν- να επιβάλλουν τα περιβόητα “non paper”, να στέλνουν έτοιμη τροφή στα δημοσιογραφικά γραφεία. Τουλάχιστον μέχρι το 2020 συνέχισαν να γίνονται συνεντεύξεις Τύπου. Με την πανδημία όμως τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Για υγειονομικούς λόγους οι συνεντεύξεις Τύπου σταμάτησαν και επί της ουσίας δεν επέστρεψαν ποτέ. 
 

Αναφορά γίνεται και στη λίστα Πέτσα κατά την πανδημία κατά την οποία τα χρήματα κατευθύνθηκαν πρωτίστως σε ΜΜΕ που ήταν πρόθυμα να επαναλάβουν άκριτα την κυβερνητική γραμμή και να αγνοήσουν κάθε είδηση, που μπορεί να ενοχλήσει την κυβέρνηση. Η κατρακύλα της χώρας στους δείκτες της ελευθεροτυπίας έγινε λόγω της εντυπωσιακής επιβολή της μίας και μοναδικής ατζέντας. Το σύνηθες είναι να εμφανίζονται οι ίδιες ιστορίες, με τον ίδιο τίτλο με την ίδια σειρά στις περισσότερες ιστοσελίδες. 

Η άμεση αναπαραγωγή των “non papers”, κυρίως των κυβερνητικών, είναι κοινή πρακτική. Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, τα τηλεοπτικά κανάλια, οι μεγάλες εφημερίδες και τα ραδιόφωνα έχουν την ίδια γραμμή, τη γραμμή της κυβέρνησης. Απέναντι υπάρχουν ελάχιστα αντιπολιτευτικά μέσα, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι πολύ κομματικά, σύμφωνα με την DW.