ΣΟIΜΠΛΕ: ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΕ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΣΗΜΟ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, χαιρέτησε έναν άνθρωπο που «διαμόρφωσε την Γερμανία για περισσότερο από μισό αιώνα: ως βουλευτής, υπουργός και πρόεδρος της Bundestag».

Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος άρχισε να αφήνει το στίγμα του στη γερμανική πολιτική ζωή ως επικεφαλής του επιτελείου του πρώην καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ, δεν σταμάτησε ποτέ να παίζει τον ρόλο του ενορχηστρωτή πίσω από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) και ευρύτερα τη γερμανική άρχουσα τάξη.

Θεωρείται ένας από τους κύριους στοχαστές μιας «επανένωσης» της Γερμανίας που γρήγορα μετατράπηκε σε μια απλή κατάρρευση της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Μια «ανάσταση» των ομόσπονδων κρατιδίων που βρίσκονταν στο έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας κατέστησε δυνατή την προσάρτηση των εδαφών τους στην Ομοσπονδιακή Γερμανία με μια απλή υπογραφή προσχώρησης. Σ’ αυτό το «ευνοϊκό» αποτέλεσμα οδήγησε η κατάργηση μιας δημοκρατικής διαδικασίας, η οποία προέβλεπε την εκλογή μιας συνταγματικής συνέλευσης από το σύνολο των Γερμανών.

Εάν και oι μεθοδεύσεις, ως εργαλείο πολιτικής, έχουν φανεί χρήσιμες έως τώρα στους ηγέτες του δυτικογερμανικού κεφαλαίου, εξακολουθούν, εδώ και πάνω από 30 χρόνια, να τροφοδοτούν ένα μεγάλο αναπτυξιακό χάσμα και μία διαίρεση, μεταξύ της Δυτικής και της πρώην Ανατολικής Γερμανικής επικράτειας.

Στη δεκαετία του 1990, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, παρά το γεγονός ότι θεωρείτο ως ο  πανταχού παρών πολιτικός, δεν μπόρεσε να αποκτήσει πρόσβαση στη θέση του καγκελαρίου. Ο λόγος;

Tο ξέσπασμα ενός φοβερού πολιτικοοικονομικού σκανδάλου. Έχοντας γίνει πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) το 1998, αναγκάστηκε να παραιτηθεί αφού παραδέχτηκε ότι ενεπλάκη σε σκάνδαλο κρυφής χρηματοδότησης του κόμματός του, από έναν επιχειρηματία, πωλητή όπλων, την εποχή του πρώην μέντορά του Χέλμουτ Κολ.

Στη συνέχεια, παρά το γεγονός ότι η  Άνγκελα Μέρκελ, προάγεται στη θέση της επικεφαλής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και μετέπειτα στην Καγκελαρία για τέσσερις θητείες μεταξύ 2006 και 2017, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, συνεχίζει να σημαδεύει τόσο τη γερμανική όσο και την ευρωπαϊκή πολιτική με την μονεταριστική του αδιαλλαξία. Είναι αυτή η αδιαλλαξία του που βρέθηκε στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης με την Ελλάδα υπό τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, όταν το Βερολίνο απαίτησε δρακόντειες μεταρρυθμίσεις και ένα δολοφονικό σχέδιο αυστηρής οικονομικής λιτότητας προκειμένου να παραμείνει η Αθήνα στην Ζώνη του Ευρώ.

Αφού πέρασε στους μεταγενέστερους πέρα ​​από τον Ρήνο ως Mr. “schwarzer Null” (Mr. μηδενικό χρέος) της γερμανικής δημοσιονομικής πολιτικής, βρέθηκε στο επίκεντρο της δικομματικής διαδικασίας του μεγάλου συνασπισμού (CDU/SPD) που επέτρεψε σε μια μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία να τροποποιήσει το γερμανικό σύνταγμα ώστε να ενσωματωθεί σε αυτό ένα «φρένο χρέους», μία δέσμευση για να μην ξεπεραστεί το 0,35% του ελλείμματος σε ομοσπονδιακό επίπεδο, συνοδευόμενη από πλήρη απαγόρευση στα ομόσπονδα κράτη να ξοδεύουν το ελάχιστο πέρα ​​από τα έσοδά τους.

Αυτή η απόλυτη προσκόλληση στη μονεταριστική ορθοδοξία θα σημαδέψει επίσης την ΕΕ και όλους τους ηγέτες της εκείνης της εποχής που υιοθέτησαν ένα «σύμφωνο σταθερότητας», που αποσκοπούσε όχι μόνο να επιβάλει κυρώσεις στα κράτη-μέλη που υπερβαίνουν τα ιερά όρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ (όχι περισσότερο από 3% έλλειμμα και 60% του δημόσιου χρέους του ΑΕΠ), αλλά και να τους κάνει να δεσμευτούν να προσυπογράψουν τους «χρυσούς κανόνες» μειώνοντας το διαρθρωτικό τους χρέος σε λιγότερο από… 0,5% του ΑΕΠ τους.

Οι αποφάσεις που ελήφθησαν τις τελευταίες ημέρες, στο Βερολίνο και από τους 27 υπουργούς Οικονομικών στις Βρυξέλλες, αντηχούν σαν μια φρικτή μεταθανάτια νίκη για τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε:

Η τριμερής κυβέρνηση συνασπισμού (SPD/Πράσινοι/Φιλελεύθεροι) του καγκελαρίου Scholz αποφάσισε για άλλη μια φορά από την 1η Ιανουαρίου2024 να σφίξει το «φρένο χρέους» του γερμανικού συντάγματος, που έχει ανασταλεί τα τελευταία τρία χρόνια λόγω του Covid και του πολέμου στην Ουκρανία.

Είναι επίσης αυτή την πρώτη ημέρα του έτους 2024 που οι 27 ηγέτες των κρατών-μελών της ΕΕ αποφάσισαν να επαναφέρουν ένα αναθεωρημένο σύμφωνο σταθερότητας, που θα εξακολουθεί όμως να κινείται στις ράγες του αυθεντικού ταξικού διαχωρισμού, επιβάλλοντας διπλάσια λιτότητα στους εργαζόμενους και στους πιο στερημένους πληθυσμούς της ηπείρου.