Πριν από την τελευταία δεκαπενταετία η ΕΕ είχε ασχοληθεί με θέματα όπως η απελευθέρωση των εμπορικών συναλλαγών, οι οικονομικές ρυθμίσεις και η διατήρηση της ειρήνης στο Κόσσοβο. Τα θέματα αυτά προσέλκυαν χαμηλό βαθμό ενδιαφέροντος από το ευρωπαϊκό κοινό και αντίστοιχα είχε διαμορφωθεί η συμμετοχή των ευρωπαίων πολιτών στο ευρωπαϊκό πολιτικό γίγνεσθαι. Σήμερα όμως η ΕΕ καταπιάνεται με πιο απτά θέματα, όπως το περιβαλλοντική βιωσιμότητα, η μετανάστευση και η μακροοικονομική διαχείριση, ή και η φορολόγηση, με αποτέλεσμα η «παθητική συναίνεση» των ευρωπαίων πολιτών να δέχεται πιέσεις και να αποδυναμώνεται περαιτέρω. Συνεπώς το πρόβλημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης πιθανόν να μεγεθυνθεί, καθώς η ΕΕ απλώνεται σε νέους τομείς πολιτικής.
Τα λαϊκίστικα κινήματα της ακροδεξιάς καλλιεργούν, ή και εκμεταλλεύονται τα αντί-ευρωπαϊκά αισθήματα των πολιτών που έχουν υποστεί τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις των τελευταίων ετών. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι εκείνοι που έχουν χαμηλό εισόδημα και ανασφαλείς εργασίες στρέφονται κατά της ΕΕ, την οποία αντιλαμβάνονται ως το όχημα μετάβασης στις νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.
Είναι εμφανείς οι μεγάλες αποκλίσεις αναφορικά με τις επόμενες κινήσεις που απαιτούνται για την υπέρβαση του προβλήματος της αδύναμης λαϊκής στήριξης, των εντεινόμενων εθνικιστικών ανακλαστικών και της έξαρσης του ευρωσκεπτικισμού.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η διέξοδος θα μπορούσε να αναζητηθεί σε μία αυστηρότερη εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας. (Η αρχή της επικουρικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Ένωση έχει προτεραιότητα δράσης έναντι των κρατών μελών στους τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητά της.) Υποστηρίζουν ότι σήμερα η ΕΕ επιχειρεί να κάνει πάρα πολλά και ένας περιορισμός των αρμοδιοτήτων της, θα συνέβαλε στον εξορθολογισμό της συνολικής διαδικασίας χάραξης της κοινοτικής πολιτικής.
Από την άλλη πλευρά είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι αυξανόμενες ανισότητες και η ύπαρξη μίας πολιτικά ανίσχυρης κατηγορίας πολιτών αποτελούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, το οποίο απειλεί τα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Οι προκλήσεις της ΕΕ, αλλά και οι μεγάλες της προσδοκίες, είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν με δεδομένους τους περιορισμούς της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και το έλλειμμα της νομιμοποιητικής της βάσης. Θα πρέπει να βρεθούν τρόποι με τους οποίους η ΕΕ θα μπορούσε προοδευτικά να διευρύνει την νομιμοποιητική της βάση. Καταρχήν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση χρειάζεται μία νέα κανονιστική θεμελίωση και ένα νέο αφήγημα. Πέρα από τις ρίζες της στην ιστορία και την έμφαση στις κοινές της αξίες, η ΕΕ χρειάζεται να αυτοπροσδιοριστεί στην βάση νέων γενικών αρχών οικονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τις αρχές της κοινωνικής ένταξης και της αλληλεγγύης. Το κράτος δικαίου θα πρέπει να αντικαταστήσει την πολιτική ισχύος στις διευρωπαϊκές σχέσεις, ώστε να συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση των νεώτερων γενεών ευρωπαίων πολιτών.
Παράλληλα αποτελεί κοινή πεποίθησή ότι οποιαδήποτε μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, εθνικής ή υπερεθνικής, πρέπει να αντικατοπτρίζει μία κοινή αίσθηση ταυτότητας, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της νομιμότητας. Παρά τον sui generis χαρακτήρα της ΕΕ, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το έλλειμμα ταυτότητας της Ένωσης, υπονομεύει ήδη την διαδικασία ολοκλήρωσης στο σύνολο της. Το κενό ταυτότητας της ΕΕ αποτελεί πραγματικό εμπόδιο στην προσπάθεια αναζήτησης διαφορετικών μορφών λαϊκής υποστήριξης για την ευρύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Αν και το θέμα της ταυτότητας παραπέμπει σε μία μακρόπνοη προοπτική, βραχυπρόθεσμα παραμένει το ερώτημα εάν η ΕΕ θα αντιμετωπίσει εκείνες τις προσδοκίες και τις πολιτικές επιθυμίες που τείνουν να διχάζουν περισσότερο, ιδιαίτερα στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα.
Συναφές με το ερώτημα αυτό είναι και το στοίχημα αντιμετώπισης του ελλείμματος νομιμότητας στην ΕΕ. Μία προσέγγιση που διατυπώνεται για την θεραπεία του ελλείμματος νομιμότητας αναφέρεται στην πολιτικοποίηση της ΕΕ. Η βελτίωση της κατανόησης των ευρωπαϊκών θεμάτων από τους πολίτες σχετίζεται με το ενδιαφέρον που αποκτούν οι συζητήσεις και οι ψηφοφορίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ισχυρή εντολή για μεταρρυθμίσεις και αλλαγή πολιτικής προϋποθέτει να δοθεί η δυνατότητα στους ευρωπαίους πολίτες να συμμετέχουν στον διάλογο και στην διαδικασία. Πολλοί ερωτούν εάν η ΕΕ αμφισβητεί τα δημοψηφίσματα, ως μέσο έκφρασης των ευρωπαίων πολιτών.
Σήμερα που τα λαϊκιστικά και τα ευρω-σκεπτικιστικά κινήματα κερδίζουν συνεχώς έδαφος, μήπως θα έπρεπε οι ηγέτες της ΕΕ να επανακαθορίσουν την θέση τους απέναντι στον ευρωπαίο πολίτη και να αναλογισθούν τον ιστορικό ρόλο των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων;
Όπως και να έχουν τα πράγματα όμως, οι υπέρμαχοι της ως άνω προσέγγισης θεωρούν ότι και χωρίς θεσμικές αλλαγές, είναι δυνατή μία μορφή δημοκρατικής πολιτικής στην ΕΕ. Ένας αναβαθμισμένος ρόλος για το ΕΚ, μεγαλύτερη διαφάνεια στην κοινοτική νομοθετική διαδικασία, καθώς και μία πολιτική μάχη για την κατάκτηση των υψηλών αξιωμάτων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και ιδιαίτερα της Επιτροπής, αποτελούν μερικές από τις σχετικές προτάσεις.
Μία άλλη τάση της φίλο-ευρωπαϊκής σκέψης υποστηρίζει μία μέση οδό: αναγνωρίζει το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμότητας και τις αρνητικές του επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, θεωρεί όμως ότι μόνο πραγματοποιώντας την άμεση σύνδεση των εθνικών πολιτικών με την διαδικασία χάραξης πολιτικής στην ΕΕ, θα γεφυρωθεί το κενό νομιμότητας. Συνεπώς ο ευρωπαϊκός ρόλος των εθνικών νομοθετών θα πρέπει να αναβαθμιστεί, προκειμένου να επιδιώξουν την συμμετοχή των πολιτών στα κοινοτικά ζητήματα. Σύμφωνα με τους υπέρμαχους της θεωρίας αυτής περισσότερη αντιπαράθεση και πόλωση στις ευρωπαϊκές υποθέσεις είναι επιθυμητή εάν γίνεται με ουσιαστικό και εποικοδομητικό τρόπο.
Ωστόσο, όλα τα ρεύματα της φίλο-ευρωπαϊκής σκέψης συμφωνούν ότι η ΕΕ πρέπει να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο. Η οικονομική κρίση αποτέλεσε πρόκληση για κάποιες θεμελιώδεις αρχές του «κοινοτικού κεκτημένου».
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση βρίσκεται σε διαδικασία μετάβασης και η νομιμοποιητική βάση της διαδικασίας αυτής έχει αποδυναμωθεί. Συνακόλουθα, το νομιμοποιητικό έλλειμμα περιορίζει την δυνατότητα των ευρωπαϊκών οργάνων να πάρουν μεγάλες και δυναμικές αποφάσεις, με αποτέλεσμα ο ρόλος ύπαρξης της ΕΕ να αμφισβητείται.
Πολλοί θέτουν το ερώτημα της σύνδεσης των εξελίξεων σε επίπεδο ΕΕ με τις δυναμικές της παγκοσμιοποίησης και ισχυρίζονται ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνέβαλε στην παγκόσμια τάση της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής με έμφαση στο ελεύθερο εμπόριο, τον χαμηλό πληθωρισμό, την απορρύθμιση των αγορών και τους αυστηρούς δημοσιονομικούς προϋπολογισμούς.
Επισημαίνουν ότι παρά τις διασυνοριακές οικονομικές, πολιτισμικές και κοινωνικές ανταλλαγές, η ανάπτυξη και ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών παραμένουν περιορισμένοι, η ανάδυση ευρωπαϊκής ταυτότητας δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα της ΕΕ, καθώς οι πολίτες δεν αισθάνονται να ανήκουν σε ένα ευρωπαϊκό «δήμο» και συνακόλουθα οι εθνικές ταυτότητες υπερισχύουν, στοιχεία τα οποία παρεμποδίζουν τον εκδημοκρατισμό της υπερεθνικής διακυβέρνησης. Η βελτιωμένη πρόσβαση στις αγορές ευνοεί τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και παρατηρείται μεγαλύτερη συγκέντρωση οικονομικής ισχύος σε ορισμένες περιοχές, αλλά και σε μεγάλες επιχειρήσεις. Τα κράτη παραιτούνται των παραδοσιακών ευθυνών τους στον τομέα της πρόνοιας, προκειμένου να ικανοποιήσουν τα αιτήματα της ανταγωνιστικότητας και της σταθερότητας των τιμών, που επιβάλλονται από την ενιαία αγορά και το ενιαίο νόμισμα.
Τα υπερεθνικά θεσμικά όργανα δεν έχουν πολλά να αντιπροτείνουν και επικρατεί η τάση για μία ανομοιόμορφη ρύθμιση της αγοράς. Η ανάπτυξη μίας υπερεθνικής δικαιακής τάξης βασίζεται στις ανάγκες της οικονομικής ολοκλήρωσης και δεν απορρέει από ένα σαφές πρόγραμμα πολιτικής ολοκλήρωσης. Σε σύγκριση με τον δυναμισμό της οικονομικής ολοκλήρωσης, η πολιτική εξέλιξη της Ένωσης παραμένει ατελής.
Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα παραμένουν απομακρυσμένα από τους πολίτες τους οποίους υποτίθεται ότι υπηρετούν και η διαδικασία λήψης αποφάσεων στην ΕΕ είναι περίπλοκη, παρουσιάζει έλλειμμα διαφάνειας, και δυσκολία στην επικοινωνία. Ως αποτέλεσμα δεν υπάρχει διεθνικός διάλογος σχετικά με τις προτεραιότητες της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.
Όσον αφορά τις τελευταίες, είναι γεγονός, ότι θα έπρεπε να αποτελέσει άμεση επιδίωξη η θεσμοθέτηση παράλληλης νομοθετικής πρωτοβουλίας του Ευρωκοινοβουλίου (η οποία σήμερα, σύμφωνα με τις Συνθήκες, αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της Ε. Επιτροπής), καθώς αποτελεί κοινό μυστικό στον κύκλο των εμπειρογνωμόνων ότι η Επιτροπή ουδόλως ελέγχεται στις νομοθετικές της πρωτοβουλίες και την ιεράρχησή τους και από κοινού με την Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ επιβάλλουν «εν τοις πράγμασι» τις προτεραιότητες που επιλέγουν στα κράτη-μέλη στους διαφόρους τομείς πολιτικής.
Είναι γεγονός ότι κατά το στάδιο της διαπραγμάτευσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ, το κεφάλαιο της ενίσχυσης της δημοκρατικής νομιμότητας της Κοινότητας αποτέλεσε πηγή έντονων συγκρούσεων, παρά την γενική αναγνώριση της αναγκαιότητας θέσπισης ρυθμίσεων για την κάλυψη του «δημοκρατικού ελλείμματος» και ενίσχυσης της νομιμοποίησης της.
Οι αντιτιθέμενες απόψεις εκφράστηκαν ανάμεσα στην «υπερεθνική» και την «διακυβερνητική» προσέγγιση. Οι υπερεθνικοί είχαν επισημάνει ότι η «πλήρης ΟΝΕ» θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή σε ένα θεσμικό πλαίσιο που εξασφάλιζε τον δημοκρατικό έλεγχο και υπερθεμάτιζε υπέρ της ενδυνάμωσης του Ε. Κοινοβουλίου (ΕΚ),ως του βασικότερου θεσμού διεύρυνσης των δημοκρατικών βάσεων της Κοινότητας. Πράγματι, η ουσιαστικότερη «θεσμική συμβολή» της Συνθήκης αναφέρεται στην ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Ε. Κοινοβουλίου, χωρίς όμως να οδηγεί σε ικανοποιητική κάλυψη του «δημοκρατικού ελλείμματος», καθώς νέες αρμοδιότητες που θεσπίζονται και ειδικότερα η ΟΝΕ εκφεύγουν από τον έλεγχο του Ε. Κοινοβουλίου.
Επίσης, το αίτημα της Ελλάδας και του Βελγίου να χορηγηθεί πλήρες δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας στο ΕΚ συνάντησε την αντίθεση των περισσοτέρων ΚΜ και της Επιτροπής. Είναι αναμφίβολο επίσης ότι στην πορεία ιστορικής εξέλιξης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την διεύρυνση των ενωσιακών αρμοδιοτήτων, δεν ακολούθησε αντίστοιχη διεύρυνση σε επίπεδο νομιμοποιητικής βάσης.
Παρά το γεγονός ότι η υπερεθνική εξουσία της ΕΕ θεμελιώνεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία με την μεσολάβηση του ΕΚ, έγκριτοι συνταγματολόγοι επισημαίνουν το έλλειμμα ισόρροπης σχέσης μεταξύ Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Συνόδου Κορυφής) και Συμβουλίου αφενός και Ε. Κοινοβουλίου αφετέρου, που χαρακτηρίζουν ως εσωτερικό έλλειμμα, καθώς και το έλλειμμα νομιμοποίησης όσον αφορά το εύρος των πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών, που χαρακτηρίζουν ως εξωτερικό έλλειμμα.
Στο πλαίσιο του εσωτερικού ελλείμματος αναφέρονται ενδεικτικά η έλλειψη αρμοδιότητας νομοθετικής πρωτοβουλίας του ΕΚ, η διπλή πλειοψηφία του ΕΚ για αποδοχή πρότασης δυσπιστίας κατά της Επιτροπής, η μη άσκηση πολιτικού ελέγχου του ΕΚ επί του Συμβουλίου, η σώρευση εντός του Συμβουλίου- κατά την συνήθη νομοθετική διαδικασία (ordinary legislative procedure)- διπλής ειδικής πλειοψηφίας και οι διακυβερνητικοί συμβιβασμοί με παράκαμψη του Ευρωκοινοβουλίου.
Τυπικό παράδειγμα διακυβερνητικής συμφωνίας αποτελεί ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (European Stability Mechanism), όπου ο νέος διευρυμένος ρόλος της Επιτροπής στην χορήγηση των πακέτων διάσωσης στην διάρκεια της τελευταίας οικονομικής κρίσης, θέτει το ερώτημα της φαλκίδευσης των ενωσιακών αρμοδιοτήτων, όπως προκύπτουν από τις Συνθήκες.
Καθώς λοιπόν η δημοκρατική νομιμοποίηση της ΕΕ στηρίζεται έμμεσα και αντανακλαστικά στην νομιμοποίηση των κυβερνήσεων των κρατών-μελών, δεν είναι εξ αντικειμένου δυνατόν να προσφέρει ικανοποιητική λύση στο χρονίζον εκρηκτικό έλλειμμα δημοκρατίας που σκιάζει το θεσμικό κοινοτικό οικοδόμημα.
Εξάλλου βαδίζοντας στο ίδιο μονοπάτι, οι ηγέτες της ΕΕ ανέθεσαν στο Ε. Συμβούλιο και το Eurogroup ρόλο συντονιστή στις χώρες της ευρωζώνης, ενώ το Ε. Κοινοβούλιο ουδόλως συμμετέχει στον μηχανισμό λήψης αποφάσεων. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) κατ’ επανάληψη έκρινε ότι το Eurogroup είναι άτυπη σύνοδος Υπουργών και οι πράξεις του δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.
Συνεπώς η ΕΕ στερείται δημοκρατικής νομιμοποίησης και στον τομέα συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των χωρών της Ένωσης.
Πράγματι, η επιβολή συγκεκριμένων δημοσιονομικών πολιτικών σε κράτη μέλη του ευρωπαϊκού νότου από τους ισχυρούς της Ευρώπης και η άσκηση πιέσεων στις αντίστοιχες κυβερνήσεις για πολιτικές προσαρμογών στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, αυστηρή λιτότητα, περικοπές συντάξεων, περιορισμό δημοσίων δαπανών και εκποίηση δημόσιας περιουσίας, συνιστά παραβίαση κάθε έννοιας δημοκρατίας και αυτοδιάθεσης των ευρωπαϊκών λαών. Οι πιέσεις αυτές διαμορφώνονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία παρά την εντολή του Ευρωπαίου νομοθέτη «να στηρίζει την οικονομική πολιτική της Ένωσης», εξυπηρετεί τα συμφέροντα μίας οικονομικής ελίτ, που επιβάλλει την θέληση της σε βάρος των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, αλλά και των αναπτυξιακών αναγκών της οικονομίας.
Όσον αφορά τα εθνικά κοινοβούλια εκβιαζόμενα κατ’ουσίαν, κατά παράβαση κάθε δημοκρατικής νομιμότητας, συγκατατίθενται σε προειλημμένες αποφάσεις.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να τονίσουμε ότι εάν πραγματικά υπάρχει η βούληση η Ευρωπαϊκή Ένωση να μακροημερεύσει, τότε θα πρέπει να ανακτήσει τις χαμένες αξίες της. Σε κάθε άλλη περίπτωση η κατάληξή της θα είναι προδιαγεγραμμένη και πολυεπίπεδα οδυνηρή.
Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο Γ. Χάμπερμανς και τη θεωρία του περί νομιμοποίησης της Ευρωζώνης, η κανονιστική δικαιολόγηση της πολιτικής εξουσίας απαιτεί ηθικοπλαστικά νοήματα, σημαντικά για εμάς, όπως ανθρώπινη ανάπτυξη, κοινωνική δικαιοσύνη και ενεργό συμμετοχή των πολιτών στις δημοκρατικές πρακτικές, δεδομένα που αν γίνουν πράξη, το δημοκρατικό έλλειμμα στην ΕΕ θα αποτελέσει παρελθόν.
Στην σημερινή κατάσταση της ΕΕ, της ελλειμματικής δημοκρατίας, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, της αναβίωσης νεοναζιστικών πολιτικών μορφωμάτων και ιδεολογιών, που εναντιώνονται σε κάθε μορφή ετερότητας, είναι αυξημένη η ανάγκη να δοθεί έμφαση σε ζητήματα δημοκρατίας, ειρήνης, κοινωνικής δικαιοσύνης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στόχος είναι η δημιουργία της ιδιότητας του πολίτη σε υπερεθνικό και διεθνικό επίπεδο και η δημιουργία μιας όχι μόνο πολυπολιτισμικής αλλά και διαπολιτισμικής κοινωνίας.