ΔΙΕΘΝΕΣ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΥΠΟΥ: Η ΕΙΚΟΝΑ ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΜΕ 

Η μετατροπή των Μέσων σε πεδία «μαχών» και «όπλα» επηρεασμού ανάμεσα στους ιδιοκτήτες τους και τους ισχυρούς τους ανταγωνιστές είναι ενδεικτική του μοντέλου «τοξικής αλληλεξάρτησης» Μέσων Ενημέρωσης και επιχειρηματικών συμφερόντων που χαρακτηρίζει το σημερινό μιντιακό περιβάλλον της χώρας.

Επιχειρηματίες που χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ ιδιοκτησίας τους για να πλήξουν αντίπαλα συμφέροντα, και αξιοποίηση της κρατικής ή εμπορικής διαφήμισης ως «όπλο» επηρεασμού, καταγράφονται στην έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου για τον έλεγχο των ΜΜΕ στην Ελλάδα που δημοσίευσε το «wearesolomon.com».

Το «φαινόμενο του ελέγχου» στα Μέσα Ενημέρωσης περιλαμβάνει τον έλεγχό τους από πολιτικά ή επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία συνεργάζονται προκειμένου να ασκήσουν επιρροή, να ελέγξουν το αφήγημα και να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς. Οι κυβερνήσεις επωφελούνται από τη θετική κάλυψη με αντάλλαγμα τη χρηματοδότηση με τη μορφή κρατικών επιχορηγήσεων ή και επικερδών συμβάσεων σε άλλους τομείς της οικονομίας.

Ο έλεγχος των ΜΜΕ στην Ελλάδα

Ο έλεγχος των Μέσων στην Ευρώπη λαμβάνει διάφορες μορφές, με το πιο «προηγμένο» μοντέλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει αναπτυχθεί στην Ουγγαρία. Τι συμβαίνει εκεί; 

Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τη νομοθετική, ρυθμιστική και οικονομική εξουσία που έχει για να ελέγξει τα ΜΜΕ. Την ίδια στιγμή, οι ιδιώτες ολιγάρχες δρουν σε συνεννόηση και επωφελούνται από τα παραπάνω. Στο μοντέλο αυτό έχουν επισημανθεί τέσσερις βασικοί δείκτες: ο έλεγχος των ιδιωτικών Μέσων, ο έλεγχος των δημόσιων Μέσων, ο έλεγχος του συστήματος χρηματοδότησης τους, και ο έλεγχος των ρυθμιστικών αρχών. 

Ο έλεγχος είναι πιο δυνατός και συστημικός όταν ένα κυβερνών κόμμα, σε συνεργασία με επιχειρηματικά συμφέροντα, μπορεί να «πιάσει» και τους τέσσερις δείκτες.

Το «φαινόμενο του ελέγχου» στα Μέσα Ενημέρωσης περιλαμβάνει τον έλεγχό τους από πολιτικά ή επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία συνεργάζονται προκειμένου να ασκήσουν επιρροή, να ελέγξουν το αφήγημα και να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς. Οι κυβερνήσεις επωφελούνται από τη θετική κάλυψη με αντάλλαγμα τη χρηματοδότηση με τη μορφή κρατικών επιχορηγήσεων ή και επικερδών συμβάσεων σε άλλους τομείς της οικονομίας.

«Ο έλεγχος των Μέσων Ενημέρωσης για την εξυπηρέτηση συμφερόντων, είτε πολιτικών είτε επιχειρηματικών, είναι θέμα βαθιάς ανησυχίας για όλους όσοι πιστεύουν στην ισχυρή, ανεξάρτητη δημοσιογραφία», σχολίασε στο Solomon ο Oliver Money-Kyrle, υπεύθυνος Συνηγορίας του IPI για την Ευρώπη, με αφορμή τη δημοσίευση της έκθεσης. «Η  δημοσιογραφία πρέπει να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις ή προπαγάνδα».

Τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης για την Ελλάδα είναι τα εξής:

  • Η «τοξική» αλληλεξάρτηση των Μέσων, του κράτους, και των τραπεζών είναι ανεξέλεγκτη παρά τις μέτριες προσπάθειες βελτίωσης της κατάστασης τα τελευταία χρόνια.
  • Η αδύναμη ή ανύπαρκτη ρύθμιση του μιντιακού τοπίου τις προηγούμενες δεκαετίες, σε συνδυασμό με τη μερική έλλειψη διαφάνειας ως προς την πραγματική ιδιοκτησία τους, συνέβαλε επίσης στον έλεγχο τους.
  • Η κρατική χρηματοδότηση χρησιμοποιείται παραδοσιακά από τις κυβερνήσεις ως όπλο επηρεασμού των Μέσων. Ο αντίκτυπος των πρόσφατων κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων δεν έχει φανεί ακόμα.
  • Η ιδιωτική διαφήμιση και τα τραπεζικά δάνεια δημιουργούν ένα τοπίο όπου η οικονομική εξάρτηση από τις τράπεζες και τις εταιρείες θέτει τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία σε υψηλό κίνδυνο.
  • Από το 2010, παρατηρείται σταθερά η εμφάνιση ανεξάρτητων Μέσων δίχως δεσμούς με κυβερνήσεις ή επιχειρηματικά συμφέροντα. Προσπαθούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού μέσω του ερευνητικού ρεπορτάζ, παρά τις έντονες πολιτικές και οικονομικές πιέσεις, αλλά δεν έχουν ορατότητα και επιρροή.
  • Μια μικρή μερίδα δημοσιογράφων που εργάζονται σε μεγαλύτερα Μέσα προσπαθούν να γράψουν για υποθέσεις διαφάνειας και διαφθοράς. Την ίδια στιγμή, η αυτολογοκρισία είναι σε υψηλά επίπεδα.
  • Παρότι η ΕΡΤ έχει σταθεροποιηθεί μετά από χρόνια κρίσης και αποκτήσει έναν λιγότερο κομματικό χαρακτήρα, τόσο αυτή όσο και το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων εξακολουθούν να υπόκεινται σε πολιτικό έλεγχο και επιρροή.

Κρατικές επιχορηγήσεις, διαφημίσεις και τραπεζικά δάνεια

Κεντρικό στοιχείο στη διαδικασία ελέγχου των Μέσων αποτελεί η οικονομική εξάρτησή τους από την κρατική στήριξη και τη διαφήμιση, η οποία τα καθιστά ευάλωτα σε παρεμβάσεις ή και σε αυτολογοκρισία. Σε σχετική έρευνα που διεξήχθη από τον μη κερδοσκοπικό δημοσιογραφικό οργανισμό iMEdD, το 80% των δημοσιογράφων στην Ελλάδα δήλωσαν ότι αυτολογοκρίνονται κατά την άσκηση της εργασίας τους. 

Σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ, η κρατική διαφήμιση δεν ρυθμίζεται επαρκώς και λειτουργεί ως έμμεση μορφή επιδότησης με αντάλλαγμα την φιλική προς την κυβέρνηση κάλυψη. 

Στην Ελλάδα, είχαμε τη γνωστή λίστα Πέτσα, όπου η κυβέρνηση μοίρασε με αδιαφανή κριτήρια σχεδόν 20 εκατ. ευρώ σε φιλικά προσκείμενα Μέσα, στο πλαίσιο της ενημερωτικής καμπάνιας «Μένουμε Σπίτι» κατά τη διαρκεια της πανδημίας. Όπως έγραφε το Solomon, 239 Μέσα έλαβαν χρηματοδότηση παρότι δεν βρίσκονταν στο μητρώο των ΜΜΕ. Το 2022, η κυβέρνηση ψήφισε ένα νέο νόμο που προβλέπει την απαγόρευση διαφήμισης φορέων του Δημοσίου και της Κυβέρνησης σε έντυπα ή ιστοσελίδες ενημερωτικού περιεχομένου που δεν έχουν μπει στο νέο Μητρώο Έντυπου και Ηλεκτρονικού Τύπου. Η αποτελεσματικότητά του μένει να φανεί.

Οι διαφημιζόμενοι -εταιρείες ενέργειας, τράπεζες, πάροχοι τηλεπικοινωνιών, κατασκευαστικές και εταιρείες τυχερών παιχνιδιών- επιχειρούν να επηρεάσουν την παραγωγή ειδήσεων. Χρησιμοποιούν τη διαφήμιση ως μέσο ελέγχου προκειμένου να κερδίσουν θετική δημοσιογραφική κάλυψη ή και καμία κάλυψη σε περίπτωση αρνητικής είδησης. 

Η σχέση μεταξύ των τραπεζών και των Μέσων είναι επίσης συνυφασμένη με πολιτικά συμφέροντα. Επί δεκαετίες, οι ελληνικές τράπεζες έδιναν δάνεια που τα μεγάλα Μέσα αδυνατούσαν να αποπληρώσουν. Όταν ξεκίνησε η χρηματοπιστωτική κρίση το 2009, η φούσκα έσκασε, προκαλώντας την κατάρρευσή τους. 

Μετά την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να δημοσιεύουν τις διαφημιστικές τους δαπάνες στα Μέσα (νόμος 4374/16). Η απόφαση αυτή ελήφθη ως αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και των Ευρωπαίων δανειστών με στόχο την αποφυγή οποιασδήποτε αθέμιτης διασύνδεσης μεταξύ τραπεζών, Μέσων και κυβέρνησης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, από το 2015 έως σήμερα οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν διαθέσει προς τα ΜΜΕ συνολική διαφημιστική δαπάνη που ξεπερνά τα 290 εκατ. ευρώ.

Χαμηλή εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ

Ο έλεγχος στα Μέσα μεταξύ άλλων επηρεάζει αρνητικά την εμπιστοσύνη του κοινού. Οι χώρες με υψηλότερα επίπεδα ελέγχου, δηλαδή οι χώρες στις οποίες οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι τα Μέσα εξυπηρετούν συγκεκριμένα πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα και όχι το δημόσιο συμφέρον, εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης σε αυτά.

Στην ετήσια παγκόσμια μελέτη που διεξάγει το Ινστιτούτο Reuters, τα ελληνικά Μέσα κατατάσσονται σταθερά στις χαμηλότερες θέσεις. Το 2016, σε σύνολο 26 χωρών, η Ελλάδα κατέλαβε την τελευταία θέση, με μόνο το 20% των ερωτηθέντων να επιβεβαιώνει ότι μπορεί να εμπιστεύεται τα Μέσα τις περισσότερες φορές. 

Στην έκθεση του Reuters Institute Digital News Report για το 2023 η Ελλάδα ήταν και πάλι ανάμεσα στις χώρες με το χαμηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης, με 19%.

Πηγή: «wearesolomon.com»