ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΜΕΙΩΣΗ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΑ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΑ

Με βάση την έκθεση του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ η Ελλάδα όχι απλώς δεν συγκλίνει με την ΕΕ-27 σε όρους κοινωνικής βιωσιμότητας, αλλά αποκλίνει ταχύτατα και από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και από τις περιφερειακές χώρες, που αναπτύχθηκαν την ίδια περίοδο ραγδαία – Το ωρομίσθιο έχει τη μικρότερη αγοραστική δύναμη στη Ε.Ε. των 27.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης, συνολικά, την περίοδο 2019-2023 η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση του πραγματικού εισοδήματος από εργασία (-8,3%) σε σχέση με όλες τις χώρες της ΕΕ-27. Μάλιστα η Ελλάδα, όχι απλώς δεν συγκλίνει με τους τους 27 της Ε.Ε. σε όρους κοινωνικής βιωσιμότητας, αλλά αποκλίνει ταχύτατα και από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και από τις περιφερειακές χώρες, που αναπτύχθηκαν την ίδια περίοδο ραγδαία.

Η Ελλάδα καταγράφει το χαμηλότερο ωρομίσθιο στην ΕΕ-27 στους κλάδους: «Κατασκευές», «Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες», «Δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα» και «Τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία».

Το δεύτερο χαμηλότερο ωρομίσθιο σημειώνεται στον κλάδο «Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού». Τέλος, ο κλάδος «Χονδρικό και λιανικό εμπόριο, μεταφορές, καταλύματα και υπηρεσίας εστίασης» καταγράφει το 3ο χαμηλότερο πραγματικό ωρομίσθιο και η «Μεταποίηση» και η «Εκπαίδευση» το 4ο χαμηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-27.

Το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ε.Ε.

Παρά τη συνεχή και σημαντική μείωσή του από το 2014 και ύστερα, το ποσοστό ανεργίας στη χώρα μας παραμένει υψηλό. Το 2023 διαμορφώθηκε στο 11,1%, που αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε..

Επιπλέον, το ποσοστό ανεργίας των γυναικών ηλικίας 15-74 ετών στην Ελλάδα ανήλθε το 2023 στο 14,3% (το υψηλότερο στην Ε.Ε.), καταγράφοντας απόκλιση 5,8 ποσοστιαίων μονάδων από το αντίστοιχο των ανδρών. Παρά τη μείωσή του, έντονο παραμένει επίσης το πρόβλημα της ανεργίας των νέων, με το ποσοστό των ανέργων ηλικίας 15-29 ετών πέρυσι να ανέρχεται στο 21,8%.
1 στους 4 εργάζεται και στον ελεύθερο χρόνο του

Προβληματισμό δημιουργούν και οι επιδόσεις της χώρας σε μια σειρά από δείκτες που προσδιορίζουν το επίπεδο της ποιότητας της απασχόλησης στη χώρα μας. Σύμφωνα με σχετική έρευνα του Eurofound, το 2021 οι εργαζόμενοι στη χώρα μας δήλωναν σε ποσοστό 64,3% ότι δούλευαν, πάντα ή συχνά, υπό συνθήκες πολύ υψηλών ρυθμών εργασίας και σε ποσοστό 56,2% ότι είχαν, πάντα ή συχνά, σφιχτές προθεσμίες όσον αφορά τον χρόνο διεκπεραίωσης των εργασιών τους.

Επίσης, το ίδιο έτος το 24,7% των εργαζομένων στην Ελλάδα δήλωνε ότι αφιέρωνε, καθημερινά ή αρκετές ώρες την εβδομάδα, μέρος του ελεύθερου χρόνου του προκειμένου να καταφέρει να καλύψει διάφορες εργασιακές του υποχρεώσεις.

Αξιοσημείωτο είναι ότι στην Ελλάδα καταγράφεται και ένας υψηλός δείκτης αβεβαιότητας των εργαζομένων σχετικά με την εξέλιξη του εισοδήματός τους, με το 30,3% εξ αυτών να δηλώνει το 2021 ότι αδυνατεί να προβλέψει το ύψος των αποδοχών του στους επόμενους τρεις μήνες. Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε..

Φτώχεια

Επίσης σημειώνει ότι τα ευρήματα πολλών από τους δείκτες κοινωνικής βιωσιμότητας στην Ελλάδα δείχνουν μια επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών μετά το 2020 ως αποτέλεσμα της επίδρασης της πανδημικής κρίσης, της κρίσης κόστους ζωής αλλά και της αναποτελεσματικότητας της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2023 το 21,8% των ανηλίκων και το 18,3% των ενηλίκων βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας. Την ίδια χρονιά το 27,5% των ατόμων με επίπεδο εκπαίδευσης 0-2, το 18,5% των ατόμων με επίπεδο εκπαίδευσης 3-4 και το 7,6% με επίπεδο εκπαίδευσης 5-8 βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας.

Παράλληλα, με εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας ζούσαν οι 23 στους 100 απασχολουμένους με επίπεδο εκπαίδευσης 0-2, περίπου 10 στους 100 απασχολουμένους με επίπεδο εκπαίδευσης 3-4 και 3,5 στους 100 απασχολουμένους με επίπεδο εκπαίδευσης 5-8.

Το ποσοστό των ανήλικων και των ενήλικων ατόμων που ζούσαν σε νοικοκυριά πολύ χαμηλής έντασης εργασίας έφτασε το 2023 στο 86,9% και στο 61,7% αντίστοιχα, αναδεικνύοντας τις σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις της υποαπόδοσης της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα.

Την ίδια χρονιά σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό βρέθηκε το 24,1% των ατόμων που ζούσαν στις πόλεις και το 30,4% όσων ζούσαν στις αγροτικές περιοχές.

Την τριετία 2021-2023 περίπου το 36% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντεπεξερχόταν με πολύ μεγάλη δυσκολία στις δαπάνες για την κάλυψη των βασικών του αναγκών.

Το 2023 το ποσοστό των εργαζομένων με σύμβαση μερικής απασχόλησης που αντιμετώπισε κίνδυνο φτώχειας στην εργασία αυξήθηκε κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, με σχεδόν 22 στους 100 εργαζομένους να έχουν διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ στην ίδια συνθήκη βρέθηκαν 9 στους 100 απασχολουμένους με σύμβαση πλήρους απασχόλησης.