Τρεις μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, ετοιμαζόμαστε για μια κεντρική πολιτική μάχη υπό δυσμενείς συνθήκες. Παρά τα εξαιρετικά ελπιδοφόρα κοινωνικά σκιρτήματα των τελευταίων εβδομάδων, βρισκόμαστε μέσα σε μια παρατεταμένη περίοδο συντηρητικής ηγεμονίας. Και αυτή η ηγεμονία είναι φαινόμενο ταυτόχρονα ελληνικό και ευρωπαϊκό και, με διαφοροποιημένους όρους, παγκόσμιο. Πρέπει να είναι κανείς πολιτικά ανόητος για να μην κατανοεί ότι αυτή είναι μια αντικειμενική συνθήκη και να παριστάνει ότι οφείλεται σε μια συγκυριακή αδυναμία της Αριστεράς να εκφράσει κοινωνικές διαθέσεις.
Η ηγεμονία αυτή έχει τέσσερις βασικούς πυλώνες.
– Ο πρώτος είναι η επιβολή μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής, στο πλαίσιο της οποίας ο ακραίος αυταρχισμός συνυπάρχει με έναν ακρωτηριασμένο δικαιωματισμό, από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
– Ο δεύτερος είναι ο απόλυτος εξευτελισμός του ΣΥΡΙΖΑ, η διάλυσή του όχι μόνο ως αριστερού, αλλά και ως συντεταγμένου κόμματος γενικότερα, που έρχεται να επισφραγίσει μια μακρά περίοδο πολιτικού καιροσκοπισμού, στον οποίον οι τακτικισμοί επιχειρήθηκε να υποκαταστήσουν τη στοιχειώδη συνέπεια.
– Το τρίτο είναι η εμμονική παραμονή ενός κομματιού της Αριστεράς στην αντίληψη του πάση θυσία κυβερνητισμού, ο οποίος συχνά περνά και μέσα από την υπεράσπιση πολιτικών φτωχοποίησης που διέσυραν την ιδέα της Αριστεράς μέσα στην κοινωνία.
– Και το τέταρτο, αλλά σε καμία περίπτωση λιγότερο σημαντικό, είναι η πολιτική και κοινωνική ενδυνάμωση της Ακροδεξιάς, η οποία τείνει σε ορισμένες περιπτώσεις να προβάλει ως η βασική, εάν όχι η μοναδική αντισυστημική δύναμη.
Σε αυτή τη συνθήκη, η ανασυγκρότηση μιας Αριστεράς ικανής να τροφοδοτηθεί από την κοινωνική κίνηση και να την ανατροφοδοτήσει στη συνέχεια η ίδια, προβάλει ως μια θεμελιώδης ιστορική ανάγκη. Μια ανάγκη η οποία εκφράζεται ως η συνισταμένη πολλαπλών κοινωνικών αξιώσεων, που χωρίς να καταφέρνουν πάντα να γίνουν ρητές, είναι υπαρκτές και δομικά ανεκπλήρωτες. Η Αριστερά οφείλει να μεταμορφώσει αυτές τις αξιώσεις σε συνεκτικό πολιτικό λόγο και να τον καταστήσει στη συνέχεια μια ουσιαστική αντιπαράταξη σε κατεύθυνση εξισωτική, ελευθεριακή και οικολογική. Μία τέτοια διαδικασία δεν περνά από ανακυκλώσεις αθροισμάτων και παραγοντισμών, ούτε από λογικές μικροπολιτικής και συντήρησης δυνάμεων. Προϋποθέτει μια ουσιαστική συζήτηση και τη δοκιμασία των συμπερασμάτων της στο κοινωνικό πεδίο, σχετικά με το πώς το αίτημα της κοινωνικής ισότητας μπορεί να ενωθεί ξανά με αυτό των πολιτικών ελευθεριών και τα δύο μαζί με αυτό της κλιματικής δικαιοσύνης, σε ένα κοινό αφήγημα.
Πώς δηλαδή, από τη σημερινή συνθήκη των πολλαπλών και διασπασμένων ανισοτήτων που βιώνονται εξατομικευμένα, θα ανακτήσουμε ένα μεγάλο αφήγημα απέναντι στην ανισότητα ως συνθήκη, στην υπεράσπιση ενός σοσιαλιστικού προτάγματος με ελευθερία.
Είναι οι ευρωεκλογές ο χώρος και ο χρόνος για να γίνει κάτι τέτοιο; Το να απαντούσε κανείς θετικά, χωρίς παραμέτρους, θα αποτελούσε μια αξιοθρήνητη αυταπάτη. Η ανασυγκρότηση μιας τέτοιας πολιτικής αντιπαράταξης είναι κάτι που απαιτεί χρόνο, διεργασίες, ώσμωση με την «κοινωνική κίνηση που καταργεί τη σημερινή τάξη πραγμάτων» –για να θυμηθούμε τις ρίζες μας. Είναι, ωστόσο, οι ευρωεκλογές μια πολιτική στιγμή που μας δίνει τη δυνατότητα να αναδείξουμε και να εκφράσουμε μερικές από τις στοιχειώδεις αντιλήψεις μας:
1ον, να αναδείξουμε τη ριζική μας αντίθεση στην αρχιτεκτονική της Ευρώπης, τις οικονομικές και πολιτικές βάσεις στις οποίες στηρίζεται, και να το κάνουμε από τη σκοπιά του διεθνισμού και όχι από αυτήν της εθνικής αναδίπλωσης.
2ον, να αναδείξουμε την πεποίθηση ότι μπορεί να υπάρξει εναλλακτική πολιτική σε αυτήν που παρουσιάζεται ως φιλελεύθερος μονόδρομος και ότι η πολιτική αυτή μπορεί να διεκδικηθεί μέσα από πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες.
3ον, να αναδείξουμε την εμφατική αντιπαράταξή μας στην Ακροδεξιά, της οποίας η καλπάζουσα άνοδος απειλεί να μετατρέψει την Ευρώπη ξανά σε ένα θέατρο ολοκληρωτισμών και αυταρχισμού, και την εξίσου εμφατική υπεράσπιση των μεταναστών/ριών και των δικαιωμάτων τους
4ον, να αναδείξουμε την ανάγκη μιας πολιτικής που να θέτει φραγμούς στην κλιματική κρίση, αρνούμενη πολιτικές ανάπτυξης του Κεφαλαίου που εξαντλούν τους φυσικούς πόρους και καταστρέφουν το περιβάλλον.
Το ΜέΡΑ25 άνοιξε αυτή τη συζήτηση αμέσως σχεδόν μετά το τέλος των εκλογών του περασμένου Ιουνίου και την συντριπτική ήττα που επιφύλασσαν για τις δυνάμεις της Αριστεράς και το ίδιο. Το έκανε θέτοντας ως προτεραιότητα τη συγκρότηση μιας ευρείας και ενωτικής παρέμβασης για μια Κόκκινη και Πράσινη Ευρώπη, χωρίς να παραιτείται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και χωρίς να απεμπολεί το πολιτικό βεληνεκές που μπόρεσε να αποκτήσει στα χρόνια της ύπαρξής του. Και το έκανε στρέφοντας τον λόγο του και τις κεραίες του αριστερά, μακριά από μικρομεγαλισμούς και απαλλαγμένο από τις αλαζονικές ψευδαισθήσεις του κυβερνητισμού και της συνθηκολόγησης που έχουν κολλήσει σε κάποιους παλιούς συντρόφους μας σαν δηλητηριασμένος χιτώνας.
Στις σχεδόν 100 ημέρες που απομένουν μέχρι τις ευρωεκλογές, το ΜέΡΑ25 θα αναδείξει αυτά τα ζητήματα και θα τα θέσει σε κρίση, τόσο προς όμορους πολιτικούς χώρους, όσο και μέσα στην κοινωνία. Η εκλογική επιτυχία αυτής της προσπάθειας, αποτελεί ανάμεσα στα άλλα και το εχέγγυο για να συνεχιστεί αυτή η συζήτηση και την επόμενη μέρα, στην κατεύθυνση μιας κοινωνικής και πολιτικής αναγέννησης σε ριζοσπαστική και αριστερή κατεύθυνση.
- Αναδημοσίευση από την Εφημ. Η ΕΠΟΧΗ