Μην είναι οι κάμποι, μην είναι τα άπαρτα ψηλά βουνά; Μην είναι ο καγχασμός του ολιγάρχη και η κονόμα η τριφασικιά;
Τις τελευταίες εβδομάδες η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη επαίρεται, αυτοσυγχαίρεται και αυτοθαυμάζεται γιατί η χώρα μας κατέκτησε την περιπόθητη και περιβόητη «επενδυτική βαθμίδα». Ήταν ο διακηρυγμένος στόχος της κυβέρνησης από τότε που κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές και ο πήχης που η ίδια είχε θέσει στον εαυτό της για να μετρήσει την επιτυχία της. Τώρα ένας ιδιωτικός οίκος αξιολόγησης της έκανε τη χάρη και τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου κατατάσσονται πλέον στην «επενδυτική βαθμίδα». Πρέπει άραγε ο ελληνικός λαός να συμμετάσχει στη χαρά της κυβέρνησής του και όταν αυτοί ανοίγουν σαμπάνιες, εμείς να ανοίξουμε Μαλαματίνες;
Ας δούμε καταρχήν τι είναι η «επενδυτική βαθμίδα». Την επενδυτική βαθμίδα την «απονέμουν» οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (credit rating agencies). Οι οίκοι αυτοί είναι ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες αποτιμούν την ικανότητα του εκδότη ενός χρεόγραφου – ενός τίτλου, π.χ., ενός ομόλογου – να αποπληρώσει το χρέος του στους κατόχους του τίτλου. Αποτιμούν, με άλλα λόγια, την πιθανότητα ο εκδότης να μην είναι συνεπής στις πληρωμές του. Η ανάγκη αποτίμησης του πιστοληπτικού ρίσκου είναι εγγενής στον καπιταλισμό και πολλές από αυτές τις εταιρείες δημιουργήθηκαν τον 19ο αιώνα όταν οι δανειστές δεν είχαν πλέον εποπτεία των δανειζομένων. Οι οίκοι αξιολόγησης αρχικά αποτιμούσαν το ρίσκο που είχαν εταιρείες που εξέδιδαν τους σχετικούς τίτλους – την πιστοληπτική ικανότητα ιδιωτών-καταναλωτών την αναλάμβαναν τα credit bureaus – και στη συνέχεια επεκτάθηκαν και στην αξιολόγηση των τίτλων που εξέδιδαν τα κράτη (κρατικά ομόλογα). Από τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισαν να δημοσιεύουν καταλόγους με την αξιοπιστία των τίτλων και των εκδοτών τους. Η προϊούσα χρηματιστικοποίηση λειτούργησε σαν θείο δώρο για τους οίκους αυτούς.
Κλασικά, οι εταιρείες αυτοί είναι λίγες, μεγάλες και αμερικανικές. Το 95% των αξιολογήσεων γίνεται από τρεις μεγάλες εταιρείες: την Moody’s και την Standard & Poor’s (S&P) – από 40% η καθεμία – και η Fitch (15%). Η αποτίμηση του ρίσκου αθέτησης των υποχρεώσεων των εκδοτών των τίτλων γίνεται με μία ειδική βαθμολογία που χρησιμοποιεί γράμματα του αλφαβήτου, αν και οι τρεις εταιρείες χρησιμοποιούν κάπως διαφορετική βαθμολόγηση. Όπως και στη βαθμολόγηση στο σχολείο υπάρχει ένας βαθμός κάτω από τον οποίον «κόβεσαι». Υπάρχουν και οι άριστοι με βαθμολογία ΑΑΑ, αλλά το σημαντικό για τον εκδότη των τίτλων είναι να χαρακτηριστούν οι τίτλοι του ως «επενδυτική βαθμίδα» (investment grade). Αν δεν συμβεί αυτό η εταιρεία ή το κράτος που έχει εκδώσει τους τίτλους βρίσκεται σε ακόμα πιο δεινή θέση που συνήθως οδηγεί σε περαιτέρω υποβάθμιση.
Ο λόγος που γιγαντώθηκαν αυτές οι εταιρείες είναι ότι οι ρυθμιστές του τραπεζικού κλάδου στις ΗΠΑ απαίτησαν από τις τράπεζες για ρυθμιστικούς λόγους να κρατούν στα χαρτοφυλάκια τους τίτλους που είχαν χαρακτηριστεί ως ασφαλείς (επενδυτική βαθμίδα) από τους τρεις αυτούς οίκους αξιολόγησης. Μετά από αυτό η επικράτηση των τριών οίκων ήταν εξασφαλισμένη. Πόσο καλή ήταν η αξιολόγηση των τριών οίκων; Θυμίζει λίγο το ανέκδοτο με αυτόν που βοηθάει τον φίλο του να παρκάρει και του λέει «Έλα! Έλα!» και όταν με τη λάθος καθοδήγηση ο φίλος του τρακάρει, του λέει «Έλα να δεις τι έκανες!». Κλασική είναι η περίπτωση της τεράστιας αστοχίας όπου οι αποτιμημένοι με ΑΑΑ τίτλοι«δομημένων» προϊόντων στην αγορά ακινήτων στις ΗΠΑ κατέρρευσαν, και υποβαθμίστηκαν σε επίπεδο κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Το 2007, καθώς οι τιμές των κατοικιών άρχισαν να πέφτουν, η Moody’s υποβάθμισε το 83% των ενυπόθηκων τίτλων ύψους 869 δισ. δολαρίων που είχε αξιολογήσει στο επίπεδο ΑΑΑ το 2006. Όταν οι επενδυτές άρχισαν να μηνύουν τους οίκους αξιολόγησης επειδή τους παραπλάνησαν αυτοί αντέτειναν ότι η αξιολόγηση είναι απλά μία «γνώμη» που προστατεύεται από την «ελευθερία του λόγου»! Λέμε δηλαδή και καμία αξιολόγηση για να περνά η ώρα.
Το ενδιαφέρον για την ελληνική περίπτωση είναι ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – ένας θεσμός-πυλώνας της Ευρωζώνης – αποφάσισε ότι η αξιολόγηση των κρατικών ομολόγων των κρατών-μελών της ΕΕ θα γίνεται από τους οίκους αυτούς, απεμπολώντας το δικαίωμά της να κάνει την δική της αξιολόγηση με το πρόσχημα ότι θα παρεισφρήσουν πολιτικά κριτήρια. Το δημόσιο χρέος των χωρών της Ένωσης βρισκόταν πλέον στα χέρια – ή στα νύχια – των οίκων αξιολόγησης. Ποια είναι άραγε τα κριτήρια αυτής της αξιολόγησης; Πρέπει να είναι πολύ σύνθετα γιατί όταν η Ελλάδα υποβαθμίστηκε, το ΑΕΠ και η σχέση χρέους προς ΑΕΠ ήταν σε καλύτερη κατάσταση από όταν αναβαθμίστηκε. Χρησιμοποιούνται ειδικά μοντέλα τα οποία – σαν τη συνταγή της Coca-Cola – είναι επτασφράγιστο μυστικό και έτσι και αλλιώς πέραν των νοητικών ικανοτήτων των αγεωμέτρητων λαών. Στην πραγματικότητα, αυτό που εξετάζουν τα «μοντέλα» τους είναι εάν η χώρα θα αποτελέσει βορά των «επενδυτικών» συμφερόντων και αν θα έχει την πολιτική στήριξη από τους αφέντες της να εξυπηρετήσει το χρέος της. Άρα όταν ακούτε «επενδυτική βαθμίδα» μυρίζει ανθρώπινο κρέας.
Παρά ταύτα: είναι καλό για την ελληνική οικονομία που πήραμε την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα; Η απάντηση είναι όχι για τους εξής λόγους:
Πρώτον. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους δεν είναι σε ομόλογα αλλά σε οφειλές προς τους θεσμούς. Σε μια εποχή μάλιστα που αυξάνουν τα επιτόκια η προοπτική για την αποτίμηση των ελληνικών ομολόγων εις χείρας τρίτων δεν φαίνεται καλή. Οι περιβόητες «αγορές» που παίρνουν αποφάσεις βάσει των οίκων αξιολόγησης δεν φαίνεται να προέβησαν σε μία καλύτερη αποτίμηση των ομολόγων ανεβάζοντας την αξία τους στις δευτερογενείς αγορές.
Δεύτερον. Οι «ελληνικές» τράπεζες δεν δανείζουν στις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις επειδή τα χαρτοφυλάκια τους, που περιέχουν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, δεν έχουν το σωστό προφίλ ρίσκου για την κεφαλαιακή τους επάρκεια, η οποία έτσι και αλλιώς οφείλεται κυρίως στις πιστώσεις αναβαλλόμενου φόρου. Όταν η ΕΚΤ τους έδωσε τη ρευστότητα που χρειάζονταν, αυτές δεν την μεταβίβασαν στη δανειακή αγορά αλλά την άφησαν στην ΕΚΤ για να εισπράξουν την διαφορά των επιτοκίων. Και εδώ φαίνεται πόσο καταστροφικό είναι για την ελληνική οικονομία το ότι οι τράπεζες δεν βρίσκονται κάτω από δημόσιο έλεγχο αλλά κάτω από τον έλεγχο του ΤΧΣ, το οποίο τώρα ξεκινά μια διαδικασία αποεπένδυσης για να περάσει το μερίδιό του σε ιδιώτες, διαδικασία κατά την οποία το Ελληνικό Δημόσιο πρόκειται να χάσει πάνω από το ένα πέμπτο του ΑΕΠ.
Τρίτον. Όχι μόνο η παραχώρηση της επενδυτικής βαθμίδας σημαίνει ότι οι οίκοι έχουν πειστεί ότι η ελληνική κυβέρνηση πρόκειται να εφαρμόσει μια αντιλαϊκή και αντεργατική πολιτική προς όφελος των πολυεθνικών εταιρειών, των αρπακτικών ταμείων και της ντόπιας ολιγαρχίας σύμφωνα με τα προτάγματα μιας νεοφιλελεύθερης, δήθεν επιστημονικής, ιδεολογίας, αλλά και η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα δουλεύει σα μπαμπούλας προς τον λαό για να μην εφαρμοστεί κανένα μέτρο που θα απαλύνει τη μιζέρια τους, μπας και η εφαρμογή του θα δυσαρεστήσει τους οίκους και θα χάσουμε το πολυτιμότερο των αγαθών: την με κόπους και στερήσεις αποκτηθείσα επενδυτική βαθμίδα.
Τα γουρουνάκια δεν έχουν κανέναν λόγο να χαίρονται για την κερδοφορία της αλλαντοποιίας. Αντίθετα πρέπει να ξέρουν ότι αυτό που κάνει τα αφεντικά τους περήφανα είναι για αυτούς άλλος ένας λόγος να σφίξουν και άλλο το ζωνάρι.
Βιβλιογραφία:
Council on Foreign Relations, “The Credit Rating Controversy”, (Last updated February 19, 2015) https://www.cfr.org/backgrounder/credit-rating-controversy
White, Lawrence J. 2010. “Markets: The Credit Rating Agencies.” Journal of Economic Perspectives, 24 (2): 211-26.https://www.aeaweb.org/articles?id=10.1257/jep.24.2.211