ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΘΥΜΑΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ: «ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΘΑ ΦΕΡΟΥΜΕ ΚΑΘΑΡΣΗ ΩΣ ΠΟΛΙΤΕΣ»

Την δική τους απάντηση δίνουν μέσω κοινής ανάρτησής τους, δίνουν η Μαρία Καρυστιανού και ο Παύλος Ασλανίδης, συγγενείς θυμάτων του εγκλήματος στα Τέμπη, σχετικά με τη σπέκουλα που έχει δημιουργηθεί για ενδεχόμενη υποψηφιότητά τους στις ευρωεκλογές.

«Δεν ανεχόμαστε καμία πολιτική εκμετάλλευση πια. Η θέση “να κατέβουμε στην πολιτική για να βοηθήσουμε την υπόθεση μας”, δε μας εκφράζει καθόλου. Απεναντίας το θεωρούμε φθηνή δικαιολογία για καριέρα», αναφέρουν στην κοινή τους ανάρτηση.

«Μια τέτοια θέση δε δικαιώνει τον αγώνα μας. Ειδικά τώρα, που το απόστημα της διαφθοράς γίνεται για μας αντιληπτό στο βάθος του, μας τοποθετεί απέναντι και μας τροφοδοτεί με πείσμα για τον αγώνα μας», υπογραμμίζουν επίσης.

«Θα φέρουμε την κάθαρση, όπως ξεκινήσαμε , ως πολίτες που διεκδικούν τα δικαιώματα τους. Οι φωνές 1.350.000 πολιτών ήχησαν πολύ δυνατά στις Βρυξελλες. Όταν τόσοι άνθρωποι απευθύνονται σε Δημοκρατικούς Θεσμούς, ακούγονται. Η εξυγίανση έχει ήδη αρχίσει», καταλήγει η ανάρτηση.

«Γνώριζαν πως γινόταν λαθρεμπόριο»

Την ίδια ώρα, ο Παύλος Ασλανίδης, δηλώνει σε συνέντευξή του στο Documento πως «αν βρεθούν και πάλι οστά ή DNA στο νέο οικόπεδο που ψάχνουν τα ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά, όχι μόνο εγώ, αλλά πολλοί σκεφτόμαστε σοβαρά το ενδεχόμενο να ζητήσουμε εκταφή των ανθρώπων μας».

«Φυσικά σκεφτόμαστε να μηνύσουμε και τις ιατροδικαστικές αρχές που μάλλον έκαναν έναν έλεγχο copy paste για όλους: “πλήρης απανθράκωση, βίαιος θάνατος”. Δεν μας είπαν τις συνθήκες θανάτου, αν δηλαδή κάηκαν ζωντανοί τόσοι άνθρωποι», πρόσθέτει ο κ. Ασλανίδης.

Ο ίδιος κρίνει πως η μεταφορά υλικών από τον τόπο της τραγωδίας έγινε «για να εξαφανίσουν το ξυλόλιο και τις άλλες χημικές ουσίες που βρέθηκαν, την αιτία δηλαδή της έκρηξης. Το εντάσσω στο πλαίσιο της συγκάλυψης. Δεν δίνουν καμία πειστική απάντηση γιατί είτε κάποιους καλύπτουν είτε τον εαυτό τους. Ενα από τα δύο συμβαίνει. Γιατί σίγουρα γνώριζαν πως τα βράδια γινόταν λαθρεμπόριο με τα τρένα, κάτι που γνωρίζει πολύς κόσμος, δεν είναι κάτι που το λέμε εμείς».