Ο εναγκαλισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη με την ακροδεξιά γίνεται όλο και πιο σφικτός, φτάνοντας σε σημείο να βάλει στο ευρωψηφοδέλτιο της Ν.Δ. έναν καταδικασμένο για ακροδεξιά προβοκάτσια και αυτός δεν είναι άλλος από τον Φρέντι Μπέλερη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το τελευταίο διάστημα ζύγιζε τα υπέρ και τα κατά της υποψηφιότητας του εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρας τελικά αποφάσισε να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο.
Στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού αλλά και η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών, ο Γιώργος Γεραπετρίτης και η υφυπουργός Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, εξέφραζαν τον προβληματισμό τους για την υποψηφιότητα του εκλεγμένου δημάρχου Χειμμάρας και το γεγονός πως αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να δημιουργήσει περαιτέρω ζητήματα στις σχέσεις με την Αλβανία. Στελέχη της ΝΔ εμφανίζονταν επίσης επιφυλακτικοί για το γεγονός πως μια τέτοια υποψηφιότητα δεν συνάδει με την κεντρώα στροφή που «ευαγγελίζεται» ο πρωθυπουργός.
Ωστόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται πως αξιολόγησε ως σημαντικότερη την απήχηση που εκτιμά πως θα έχει ο Φρέντι Μπελέρης στο δεξιότερο της δεξιάς ακροατήριο, σε μια περίοδο που η Νέα Δημοκρατία, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, δείχνει να καταγράφει απώλειες προς τα άκρα της δεξιάς της.
Υπενθυμίζεται πως ο Φρέντι Μπελέρης καταδικάστηκε πρόσφατα από την αλβανική δικαιοσύνη σε δυόμισι χρόνια φυλακή με την κατηγορία της «διαφθοράς», σε μια πολύκροτη υπόθεση που έλαβε διεθνείς διαστάσεις και προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις.
Ο ίδιος κατήγγειλε την αλβανική ηγεσία και προσωπικά τον Έντι Ράμα για πολιτική δίωξη, με ανυπόστατα στοιχεία και στόχο να μην εκλεγεί δήμαρχος Χειμάρρας, μια περιοχή με έντονο πολιτικό και οικονομικό ενδιαφέρον λόγω και των τουριστικών δυνατοτήτων της παραλιακής ζώνης της πόλης. «Το σχέδιο το χάλασαν οι πολίτες που με εξέλεξαν», τόνισε απευθυνόμενος στο δικαστήριο, υπογραμμίζοντας πως με τη δίωξή του έχουν παραβιαστεί όλες οι αρχές της δικαιοσύνης, το τεκμήριο της αθωότητας, της ισονομίας και της δίκαιης διαδικασίας.
Η καταδίκη του Μπελέρη προκάλεσε αντιδράσεις και από την ελληνική κυβέρνηση. Το υπουργείο Εξωτερικών έκανε λόγο για «επιλεκτική εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων και προεξόφληση δικαστικών κρίσεων που δεν συνάδει με τις αρχές του κράτους δικαίου», ενώ ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης υπογράμμισε πως «υπάρχει σαφώς θέμα κράτους δικαίου». «Η ελληνική κυβέρνηση έχει θέσει το θέμα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο», είπε και προανήγγειλε πως η απόφαση για το εκλεγμένο δήμαρχο Χειμάρρας οδηγεί την Ελλάδα στην άσκηση βέτο στην ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ.
Η δίωξη του Φρέντι Μπελέρη από το αλβανικό καθεστώς, που αντανακλά και την προβληματική και αντιθεσμική αντιμετώπιση της ελληνικής μειονότητας στη χώρα, εκτόξευσε τη δημοφιλία του στην Ελλάδα. Ωστόσο στον παρελθόν η απήχησή του δεν ήταν η ίδια, καθώς είχε χαρακτηριστεί ως «ακροδεξιός προβοκάτορας».
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΦΡΕΝΤΙ ΜΠΕΛΕΡΗΣ
Ο Μπελέρης γεννήθηκε στη Χειμάρρα το 1972, όπου και ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια (8τάξιο στο Μιχαήλι) και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στα Σπήλια, αποφοιτώντας το 1990. Την ίδια χρονιά, όπως χιλιάδες Βορειοηπειρώτες, πήρε τον δρόμο για την Ελλάδα, όπου αρχικά εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο και μετά, το 1994, στην Αθήνα.
Η ενασχόλησή του με τα κοινά άρχισε από τη Ζάκυνθο, όπου εξελέγη μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Χειμαρριωτών Πελοποννήσου και Ιονίων Νήσων. Το πρώτο εξάμηνο του 1994 βρέθηκε στην Κύπρο, όπου παρακολούθησε σεμινάρια ελληνικής γλώσσας και θερμοϋδραυλικών εγκαταστάσεων, τα οποία διοργάνωνε τότε ο Παγκύπριος Φορέας Βοήθειας Βορειοηπειρωτών. Για κάποια χρόνια εργάστηκε ως υδραυλικός και δημιούργησε στην Ελλάδα τη δική του επιχείρηση.
Ο Μπέλερης όμως δεν έμεινε μόνο στα…υδραυλικά και τα κοινά. Στις 19 Μαρτίου του 1995 μία επταμελής ομάδα ενόπλων γίνεται αντιληπτή από τους σκοπούς αλβανικού στρατοπέδου στο χωριό Λόγγος της Αλβανίας. Η ομάδα αναγκάζεται να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα απ’ όπου ξεκίνησε.
Λίγο αργότερα συλλαμβάνονται και τα 7 μέλη της ένοπλης ομάδας κοντά στο Χάνι Δελβινακίου από την Ελληνική Αστυνομία. Επέβαιναν σε IX επιβατικό με αριθμό κυκλοφορίας ΥΙΒ ΙΧ, μάρκας SEAT, και σε ένα κλειστό φορτηγάκι μάρκας FORD με αριθμό κυκλοφορίας ΒΡ 63976.
Σε σήμα της αστυνομικών να σταματήσουν, το μεν φορτηγό το οποίο προπορευόταν με οδηγό τον πρώην αστυνομικό Απ. Καρβέλα και επιβάτες τους κατά δική τους δήλωση Βορειοηπειρώτες Γ. Χρήστου, Γ. Παππά και Χ. Παππά σταματάει. Το ΙΧ με οδηγό τον Γ. Αναστασούλη, έφεδρο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού, και επιβάτες τους επίσης Βορειοηπειρώτες Φρέντυ Μπελέρη και Μ. Κουτούλα, επιχειρεί να διαφύγει αναπτύσσοντας ταχύτητα και αναγκάζεται να διακόψει την πορεία διαφυγής του διακόσια μέτρα πιο κάτω όταν από το μπλόκο της αστυνομίας έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί.
Πριν από αυτό το συμβάν είχε προηγηθεί το αιματηρό επεισόδιο που από τότε έχει αφήσει ανεξίτηλη σφραγίδα στις σχέσεις Αθηνών – Τιράνων. Πρόκειται για την υπόθεση «Επισκοπή 1994».
Η ΜΑΒΗ (ΜΕΤΩΠΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ) ΚΑΙ Ο ΜΠΕΛΕΡΗΣ
Ήταν 10 Απριλίου του 1994, στις 2.30 μετά τα μεσάνυχτα, όταν μία ένοπλη ομάδα με στολές παραλλαγής του ελληνικού στρατού και μάσκες στο πρόσωπο επιτίθεται στο κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων του αλβανικού στρατού στο χωριό Άνω Επισκοπή (Πεσκοπή) Αργυρόκαστρου, σε βάθος 4 χιλιομέτρων από τα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Οι ένοπλοι πυροβολούν και σκοτώνουν τον σκοπό Α. Γκίνη. Εισβάλλουν στον θάλαμο όπου κοιμούνται οι νεοσύλλεκτοι και σκοτώνουν τον διοικητή – λοχαγό Φ. Σέχου, τραυματίζουν βαριά τους στρατιώτες Α. Βελνίση, Φρ. Καλέμι και Γ. Ζέκα και ελαφρά αρκετούς άλλους. «Αυτά για τη Βόρειο Ήπειρο, μη νομίζετε ότι την ξεχάσαμε!» φωνάζουν οι ένοπλοί. Στη συνέχεια, κλειδώνουν τους 130 φαντάρους μέσα σε μία αίθουσα, αφαιρούν τμήμα του οπλισμού του στρατοπέδου (πολεμικά τυφέκια Καλάσνικοφ και πιστόλια τύπου Τοκάρεφ) και απομακρύνονται προς το ελληνικό έδαφος και συγκεκριμένα προς το φυλάκιο Αργυροχωρίου.
Επί τόπου βρίσκονται ένα σακίδιο και ένας φακός από αυτά που χρησιμοποιούν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, ενώ από την τεχνική έρευνα που πραγματοποιεί η αλβανική εγκληματολογική υπηρεσία προκύπτει ότι τόσο τα φυσίγγια, όσο και οι βολές στα σώματα των θυμάτων προέρχονταν από όπλα διαμετρήματος 12 χιλιοστών.
Η κυβέρνηση, η Βουλή και τα πολιτικά κόμματα της Αλβανίας καταγγέλλουν το φονικό επεισόδιο που δυναμιτίζει τις σχέσεις των δύο χωρών και καλούν την ελληνική κυβέρνηση να ανακαλύψει τους δράστες, οι οποίοι διέφυγαν στη χώρα μας και να τους τιμωρήσει.
Στη μεικτή συνάντηση της επιτροπής αστυνομικών εμπειρογνωμόνων που πραγματοποιείται λίγες μέρες αργότερα στα Γιάννενα, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι των δύο υπουργείων Εξωτερικών, η ελληνική πλευρά αμφισβητεί τα ενοχοποιητικά στοιχεία που προσκομίζουν οι Αλβανοί και επιχειρεί να επιρρίψει τις ευθύνες σε συμμορίες Αλβανών που μπαινοβγαίνουν στα σύνορα, κάνοντας μάλιστα λόγο «για το τεράστιο πρόβλημα της αλβανικής εγκληματικότητας στην Ελλάδα». Την ίδια γραμμή ακολουθούν και τα ελληνικά ΜΜΕ, αποδίδοντας την ευθύνη σε Αλβανούς προβοκάτορες.
Στις 6 Οκτώβρη του 1994, η οργάνωση «ΜΑΒΗ» (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου) με προκήρυξή της στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία αναλαμβάνει την ευθύνη της φονικής επίθεσης στην Επισκοπή με αναλυτική περιγραφή της επιχείρησης, που ήταν, όπως διευκρινίζει, προειδοποιητική και ενισχυτική για το οπλοστάσιό της, συνοδεία σχετικής φωτογραφίας των κλαπέντων όπλων με φόντο την ελληνική σημαία. Μέσα σε 4 σελίδες, όπου καλεί σε ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση της «Βορείου Ηπείρου», δίνει το ακροδεξιό, εθνικιστικό στίγμα της.
Αποκαλύπτεται ότι είχε ξαναστείλει προκήρυξη ανάληψης της ευθύνης στην ίδια εφημερίδα 6 ολόκληρους μήνες πριν, την επομένη δηλαδή της επίθεσης, η οποία όμως τότε αποσιωπήθηκε.
Με επίσημη δήλωσή της, η ελληνική κυβέρνηση χαρακτηρίζει την προκήρυξη ως πράξη προβοκάτσιας. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Ε. Βενιζέλος δηλώνει κατηγορηματικά ότι αποκλείει πλήρως την ελληνική συμμετοχή, ενώ τα ΜΜΕ κάνουν λόγο για χονδροειδή προβοκάτσια ξένων μυστικών υπηρεσιών που εξυπηρετεί την πολιτική του Μπερίσα. Επισημαίνεται πως η ΜΑΒΗ συγκροτήθηκε το 1942 στα Τίρανα από τους Αθ. Κοκαβέση, Η. Κώνστα, Β. Σαχίνη και Γ. Τάσο. Διαλύθηκε όμως σχεδόν αμέσως πριν καν προλάβει να δραστηριοποιηθεί.
Ας επιστρέψουμε όμως στην υπόθεση του 1995 και στη σύλληψη του Φ. Μπέλερη και των συνεργατών του στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Την ίδια μέρα που έπεσε στα χέρια της αστυνομίας η επταμελής ένοπλή ομάδα η οποία επιχείρησε να εισβάλει στην Αλβανία και να επιτεθεί σε αλβανικό στρατόπεδο, συλλαμβάνεται στην Αθήνα ο Βορειοηπειρώτης Αγγ. Κοκαβέσης ύστερα από παρακολούθηση. Ο Κοκαβέσης πηγαίνει στην Παλλήνη Αττικής σε μονοκατοικία που ανήκει στον θείο του, γιατρό Ανδρ. Κοκαβέση, και εξέρχεται κρατώντας επιμελώς τυλιγμένο σάκο, τον οποίο κρύβει μέσα σε άλσος στην περιοχή Ανάκασα. Μέσα στον σάκο βρίσκονται μία στρατιωτική στολή παραλλαγής των ΛΟΚ και 3 στρατιωτικές κουκούλες. Ύστερα από έρευνα στο κτήμα του γιατρού στην Παλλήνη, βρίσκονται θαμμένα 6 πολεμικά όπλα τύπου «καλάσνικοφ».
Οι αριθμοί των όπλων που βρέθηκαν στην Παλλήνη και στο Δελβινάκι συγκρίνονται με τους αριθμούς των όπλων που έχει αποστείλει η αλβανική κυβέρνηση και αποδεικνύεται ότι πρόκειται για τον οπλισμό που είχε κλαπεί στις 10 Απριλίου του 1994 από το στρατόπεδο της Επισκοπής. Άλλωστε 3 από τα κατασχεθέντα «καλάσνικοφ» αναγνωρίστηκαν και ως εικονιζόμενα στην έγχρωμη φωτογραφία που συνόδευε την προκήρυξη της ΜΑΒΗ.
Η σκοτεινή πλευρά αυτής της ιστορίας, η οποία επιμελώς «ξεχάστηκε» και ακόμη επιμελέστερα τα ελληνικά ΜΜΕ φρόντισαν να ενταφιαστεί στα μαύρα κατάστιχα της συλλογικής λήθης, έρχεται στην επιφάνεια με τη σύλληψη του Μπελέρη στη Χιμάρα και τη φυλάκισή του με την κατηγορία για δωροδοκία ψηφοφόρων.
Τα στοιχεία για το παρελθόν του Φρέντυ Μπελέρη ανασύρει από το παρελθόν ο δημοσιογράφος της Εφημερίδας των Συντακτών Δημήτρης Ψαρράς υπενθυμίζοντας μας πως τα στοιχεία για την Επισκοπή, τη ΜΑΒΗ και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα τα έχει προ καιρού αποκαλύψει ο δημοσιογράφος της Καθημερινής Σπύρος Τζίμας στο βιβλίο του “Στον αστερισμό του εθνικισμού” που κυκλοφόρησε το 2010.
Επισημαίνεται λοιπόν όπως γράφει ο Τζίμας στο βιβλίο του: «μετά τη σύλληψη της ομάδας θεωρήθηκε ότι υπήρχε κίνδυνος να επαναληφθεί αυτό που είχε γίνει τον Απρίλιο του 1994, με την επίθεση της οργάνωσης ΜΑΒΗ σε φυλάκιο στην Επισκοπή και τη δολοφονία δύο Αλβανών στρατιωτικών. Αυτή η επίθεση έγινε αφορμή για ένα πραγματικό πογκρόμ των αλβανικών αρχών εναντίον της ελληνικής μειονότητας, με ελέγχους, συλλήψεις και φυλακίσεις.»
Σύμφωνα με τον Τζίμα, «δεν υπήρξαν αμφιβολίες ότι οι συλληφθέντες [του 1995] σχεδίαζαν να επιτεθούν εναντίον στρατιωτικού στόχου, που ήταν το στρατόπεδο Λόγγου, σε μικρή απόσταση από τα σύνορα. Αποκαλύφθηκε επίσης ότι ήταν η ίδια ομάδα περίπου, ή τουλάχιστον κάποια από τα μέλη της, που είχαν χτυπήσει στην Άνω Επισκοπή». Ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου (24/7/1995) είχε μιλήσει για μια «οργανωμένη και άκρως επικίνδυνη υπόθεση που από εμάς δεν πρόκειται να κουκουλωθεί».
Η αισιόδοξη αυτή πρόβλεψη δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στη συνέχεια της ιστορίας. Οι κατηγορίες κατά των επτά μετατράπηκαν από κακουργήματα σε πλημμελήματα, αποφασίστηκε η αποφυλάκισή τους και τελικά, «στην κατ’ έφεση δίκη που έγινε στον Κορυδαλλό, στις 19.5.1999, το Εφετείο Αθηνών στην ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού και κεκλεισμένων των θυρών για λόγους «εθνικής ασφάλειας» με την υπ. αριθμ. 752/99 απόφασή του μείωσε τις ποινές στους 18-20 μήνες και έτσι έκλεισε οριστικά η πολύκροτη υπόθεση».
Το συμπέρασμα του Τζίμα είναι ότι έμειναν ανοιχτά ερωτήματα: «Τι ήταν τελικά για την ελληνική Δικαιοσύνη αυτοί οι άνθρωποι; Ήταν πράκτορες των αλβανικών μυστικών υπηρεσιών; Αν ναι, γιατί αφέθηκαν ελεύθεροι; Ήταν ακροδεξιοί εθνικιστές προβοκάτορες; Αν ναι, γιατί τους χαρίστηκε η ελληνική πολιτεία την οποία ζημίωσαν; Για την κυβέρνηση Παπανδρέου, σε κάθε περίπτωση, ο στόχος της διάλυσης του παρακρατικού μηχανισμού, που είχε στηθεί για να “απελευθερώσει” τη Βόρειο Ήπειρο, είχε εν μέρει επιτευχθεί και προφανώς δεν είχε πλέον νόημα η περαιτέρω “ταλαιπωρία” των μελών της ΜΑΒΗ». Αυτά τα ερωτήματα εξακολουθούν βεβαίως και παραμένουν αναπάντητα και όλα δείχνουν πως ποτέ δεν πρόκειται να απαντηθούν.
Δεν πάει πολύς καιρός που σε διάφορες ιστοσελίδες που επιμελούνται γνωστοί παράγοντες που αναπαράγουν και αναμοχλεύουν τα ιερά και τα όσια του ελληνικού εθνικισμού και που ως παράγοντες ανήκουν στην υπερσυντηρητική δεξιά και όχι αναγκαστικά στην ακροδεξιά του Κυρίου, κατηγορούσαν την Υφυπουργό Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, εκλεκτή συνεργάτη και προσωπική επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, πως υπονομεύει την υπόθεση Μπελέρη.
Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου δεν είναι μία οποιαδήποτε Υφυπουργός: Πρώτον διαχειρίζεται στην ουσία όλο το Υπουργείο Εξωτερικών και τους μηχανισμούς του ελέω Μαξίμου. Δεύτερον διαχειρίζεται τους βασικούς φακέλους του Υπουργείου: Ελληνοτουρκικά, Κυπριακό. Ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Το «αλβανικό» είναι μία λεπτομέρεια η οποία και αυτή εξελίσσεται υπό την επίβλεψή της.
Σε γνωστή λοιπόν ιστοσελίδα στην οποία υπογράφει γνωστότατος πανελίστας, ειδικός επί εθνικών θεμάτων, επισημαίνεται: «Η κυρία Παπαδόπουλου θεωρεί ότι ο Μπελέρης είναι ένα “πρόσωπο με σκιές”, για το οποίο δεν αξίζει να χαλάσουμε τις σχέσεις μας με την Αλβανία» και παρακάτω: «Προκαλεί τεράστια ερωτήματα η απαξίωση του προσώπου του προφυλακισμένου βορειοηπειρώτη δημάρχου από την στενότερη συνεργάτιδά του Κυριάκου Μητσοτάκη, την κυρία Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου».
Η ιστορία κύλησε ωστόσο διαφορετικά, ώστε ο Φρέντι Μπελέρης να φτάσει τελικά να εκλεγεί δήμαρχος της Χειμάρρας. Η υπόθεση έκλεισε με τις κατηγορίες να μετατρέπονται σε πλημμελήματα και τους επτά συλληφθέντες να αποφυλακίζονται λίγο αργότερα.
Απαλλαγμένος από τις κατηγορίες, ο Φρέντι Μπελέρης ακολούθησε σταδιακά μια πολιτική καριέρα, η οποία συνδέθηκε κατά διαστήματα με τον ακροδεξιό χώρο. Είχε εμφανιστεί μάλιστα σε εκπομπή του αρχηγού της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, Νίκου Μιχαλολιάκου, αλλά και σε εκδηλώσεις του ακροδεξιού ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη. Ο ίδιος μάλιστα εκφραζόταν με επικριτικά σχόλια για πολιτικούς της Νέας Δημοκρατίας – και προσωπικά την πρώην υπουργό Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη – κατηγορώντας τους για αδιαφορία σχετικά με το Βορειοηπειρωτικό.
Οι καιροί αλλάζουν και όπως συνέβη και με πολλά επιφανή στελέχη του ΛΑΟΣ, τα οποία σήμερα είναι κορυφαία στελέχη της ΝΔ, ο Φρέντι Μπελέρης θα βρίσκεται στο ευρωψηφοδέλτιο του κυβερνώντος κόμματος.
Είναι προφανές πως ο Έντι Ράμα στην κόντρα του με τον Σαλί Μπερίσα αλλά και άλλους καθεστωτικούς πυρήνες της αλβανικής μαφίας, αποφάσισε να «κεφαλαιοποιήσει» πολιτικά την υπόθεση Μπελέρη παίζοντας το χαρτί της ακροδεξιάς προβοκάτσιας, αυτός, ένας σοσιαλδημοκράτης ο οποίος πολεμά για τις αξίες της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Σε μία Αλβανία όπου οι λέξεις και οι αξίες δεν έχουν καμία απολύτως σημασία (όχι ότι έχουν στην Ελλάδα), η εσωτερική πολιτική διαμάχη μεταξύ των διεφθαρμένων πόλων εξουσίας διεξάγεται με όρους Cosa Nostra. Το ελληνικό ΥΠΕΞ γνωρίζει με απόλυτη ακρίβεια το τι συμβαίνει στα Τίρανα και τι ακριβώς διακυβεύεται με την υπόθεση Μπελέρη ως προς το ιδιαίτερα προσοδοφόρο Real Estate της Χιμάρας. Πρόκειται για την ταχύτερα αναπτυσσόμενη περιοχή της χώρας και ο νοών νοήτω.
Με πληροφορίες από: athensvoice.gr, Εφημερίδα των Συντακτών, Ιός