ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΦΛΩΡΙΔΗ ΣΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΛΥΤΡΑ

Μετά την παρέμβαση του Αρείου Πάγου, ήρθε η επικίνδυνη πρωτοβουλία του υπουργού Γιώργου Φλωρίδη να προαναγγείλει ακόμη μία νομοθετική παρέμβαση στους θεσμούς της Δικαιοσύνης για τον περιορισμό, όπως είπε, «των δικαστικών αστοχιών». Αιχμηρές ανακοινώσεις από την πλειονότητα της ΕνΔΕ και τον πρόεδρο του ΔΣΑ, Δ. Βερβεσό.

Μία επιχείρηση ποινικού λαϊκισμού με πρωταγωνιστές την ηγεσία του Αρείου Πάγου και του υπουργείου Δικαιοσύνης εξελίσσεται τα τελευταία εικοσιτετράωρα, με φόντο την υπόθεση έμφυλης κακοποίησης από τον δικηγόρο Απόστολο Λύτρα, προκαλώντας αναβρασμό στους δικαστικούς λειτουργούς.

Όπως δημοσιεύει η Έυα Παπαδοπούλου στην efsyn.gr Η υπόθεση του γνωστού ποινικολόγου τηρούσε όλες τις προδιαγραφές για να εξελιχθεί σε ένα «εξαίρετο» σόου λαϊκισμού: ένας πασίγνωστος δικηγόρος με συχνότατη δημόσια παρουσία αποκαλύπτεται ως ο θύτης κακοποίησης σε βάρος τής -επίσης δικηγόρου- συζύγου του. Πτυχές της υπόθεσης βγήκαν με πάσα λεπτομέρεια στο φως της δημοσιότητας και ο κατηγορούμενος αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, προκαλώντας αντιδράσεις ως προς την ποινική του μεταχείριση. Αμεσα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, με όχημα την έμφυλη βία, απεργάζεται «νέα νομοθετική πρωτοβουλία» για τον περιορισμό, όπως είπε, «των δικαστικών αστοχιών», σε μία ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία της Δικαιοσύνης.

Η αρχή αυτής της επικίνδυνης πρωτοβουλίας έγινε με την προχθεσινή παρέμβαση της ηγεσίας του Αρείου Πάγου στην από κοινού γνωμοδότηση των δύο δικαστικών λειτουργών που έκριναν πως ο Απόστολος Λύτρας δεν πρέπει να κριθεί προφυλακιστέος. Με ανακοίνωσή της η πρόεδρος του ανώτατου δικαστηρίου Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα και η ανώτατη εισαγγελική λειτουργός Γεωργία Αδειλίνη έσπευσαν να παραγγείλουν πειθαρχική έρευνα σε βάρος των δύο δικαστών, όχι μόνο πριν καν λάβουν γνώση της δικογραφίας και του σκεπτικού της απόφασης, αλλά και κατά παράβαση της νομοθεσίας. Οπως σημείωνε σε χθεσινό ρεπορτάζ η «Εφ.Συν.», η κρίση που εκφέρει ο δικαστικός λειτουργός κατά την άσκηση των καθηκόντων του δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα, σύμφωνα με τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (αρ. 109, ν. 4928/2022). Με άλλα λόγια, απαγορεύεται ρητά η παραγγελία τέτοιας έρευνας.

Αρα προς τι η πρωτοφανής παρέμβαση από το Ανώτατο Δικαστήριο; Το μόνο ουσιαστικό αποτέλεσμά της ήταν να εκθέσει τους δύο δικαστικούς λειτουργούς και ακολούθως να στείλει ένα μήνυμα σε δικαστές να λαμβάνουν αυστηρότερες αποφάσεις για την ποινική μεταχείριση κατηγορουμένων. Με νέα ανακοίνωσή της χθες, η Γ. Αδειλίνη ζητούσε από την 18η ανακρίτρια, Χριστίνα Σαλάππα, που χειρίζεται την υπόθεση Λύτρα, την επίσπευση της έρευνας και την άμεση εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο.

Εργαλειοποιώντας τη σοβαρή αυτή υπόθεση έμφυλης βίας και κάνοντας σαφείς τις διαθέσεις του για μία ακόμη νομοθετική παρέμβαση στους θεσμούς της Δικαιοσύνης, ο Γιώργος Φλωρίδης σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ φρόντισε να επισημάνει ότι «οι εξουσίες είναι ανεξάρτητες, δεν είναι ανεξέλεγκτες» και ενημέρωσε πως πρόθεσή του είναι να προβεί σε νέα νομοθετική ρύθμιση για τη λειτουργία και τη δράση των δικαστικών λειτουργών: «Αν προλάβω αυτή την εβδομάδα, το αργότερο στις αρχές της επόμενης, θα ανακοινώσουμε νέο πλέγμα διατάξεων που θα ενισχύει το υφιστάμενο» – διατάξεις, όπως είπε, που θα ορίζουν «πιο καθαρά, πιο συγκεκριμένα, πιο καλά, πιο δημιουργικά το πλαίσιο της δικαστικής εξέλιξης μιας υπόθεσης». Μένει να φανεί αν με πρόφαση δήθεν «δικαστικές αστοχίες», πληγεί η δικαστική ανεξαρτησία.

Η πλειοψηφία της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ήταν η πρώτη που αντέδρασε, υπογραμμίζοντας σε ανακοίνωσή της πως η κρίση των δικαστών δεν μπορεί να υπαχθεί σε πειθαρχικό έλεγχο, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα το αυτονόητο: πως το μέτρο της προφυλάκισης εφαρμόζεται κατ’ εξαίρεση σε κατηγορούμενους και πρέπει να υπάρχουν πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να οδηγηθούν στη φυλακή. Μάλιστα, τονίζει πως «η ανεξαρτησία του δικαστή -ζητούμενο και επιδίωξη μιας δημοκρατικής πολιτείας- καταλύεται όταν εισάγονται στη συνείδησή του υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων που συνεπάγονται την αλλοτρίωση της προσωπικής του πεποίθησης με τη γνώμη εκείνων που μπορούν να του ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο».

Συμπληρώνει πως μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων «διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής Δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση. Τα Μέσα Ενημέρωσης και η κοινή γνώμη που δήθεν αυτά εκφράζουν πλειοδοτούν στην επιβολή δρακόντειων ποινών», υπογραμμίζοντας πως οι θεσμοί των περιοριστικών όρων, της αναστολής της ποινής, η υφ’ όρον απόλυση φαίνεται να αντιμετωπίζονται ως «ακατανόητη επιείκεια», ενώ η προσωρινή κράτηση και οι μεγάλες ποινές ως «αντίδοτο στην εγκληματικότητα».

Αιχμηρή ανακοίνωση εξέδωσε και ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, Δημήτρης Βερβεσός, ο οποίος τόνισε πως η ηγεσία του Αρείου Πάγου «επιχειρεί με επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που ανακύπτουν σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις», κάνοντας λόγο για «οπισθοδρόμηση και απαξίωση του θεσμού και των λειτουργών του» που δεν συνάδει με το κύρος της Δικαιοσύνης και του Κράτους Δικαίου.

Οι δηλώσεις του υπουργού ευνοούν συνθήκες καχυποψίας

Ιωάννης Ασπρογέρακας, πρόεδρος Πρωτοδικών, μέλος του Δ.Σ. της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων: Η δικαστική ανεξαρτησία συνίσταται στην ελευθερία του δικαστή να αποφαίνεται αποκλειστικά με βάση τη συνείδησή του, στηριζόμενος στο Σύνταγμα και τους νόμους, χωρίς να υπόκειται σε πιέσεις, εκφοβισμό ή επιρροή, από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονται.

Η εκκίνηση πειθαρχικών διαδικασιών όμως σε βάρος εκείνων που χειρίστηκαν υποθέσεις επικαιρότητας, όπως την υπόθεση βιασμού ανηλίκου από τον καθ’ ομολογίαν δολοφόνο της 11χρονης και σε βάρος κατηγορουμένου δικηγόρου για ενδοοικογενειακή βία, δημιουργούν εύλογους προβληματισμούς και ανησυχία στον δικαστικό κλάδο, καθώς αφορούν τον πυρήνα της ουσιαστικής δικαιοδοτικής κρίσης, όπως είναι και η χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση και η επιβολή περιοριστικών όρων αντί προσωρινής κράτησης αντίστοιχα. Κι αυτό γιατί οι περιπτώσεις αυτές, υποτιθέμενα λανθασμένες, ελέγχονται μόνο μέσω των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων και εξαιρούνται του πειθαρχικού ελέγχου (109 παρ. 4 του ΚΟΔΚΔΛ).

Η ταύτιση δε της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση του ποινικού δίκαιου και της εφαρμογής του, όπως αυτό έχει ήδη συντελεστεί με τους νέους ποινικούς κώδικες και αξιώνεται επιτακτικά από εκπομπές δημοσιογραφικής και ποικίλης ύλης, που εκφράζουν δήθεν αυθεντικά τις πλειοψηφικές αλλά και ευμετάβλητες κοινωνικές γνώμες, ακολουθείται συνήθως από μια αποσπασματική νομοθετική παρέμβαση, που σχετίζεται περισσότερο με ανάγκες διαχείρισης αντιδράσεων σε υποθέσεις επικαιρότητας, παρά εξυπηρετεί ανάγκες καταστολής.

Οι σημερινές (σ.σ. χτεσινές) δηλώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης περί νέας νομοθετικής πρωτοβουλίας που «θα περιλαμβάνει κυρίως διατάξεις οι οποίες ορίζουν πιο καθαρά, πιο συγκεκριμένα, πιο καλά, πιο δημιουργικά το πλαίσιο της δικαστικής εξέλιξης της υπόθεσης» σε συνδυασμό με τη δημοσιοποίηση των ως άνω πειθαρχικών διαδικασιών, ευνοούν συνθήκες καχυποψίας προς το δικαστικό σώμα και μικρότερης ανοχής στην ελεύθερη διαμόρφωση της δικανικής του πεποίθησης.

Οι δικαστές πρέπει να είναι και να νιώθουν ελεύθεροι να κρίνουν

Βασίλης Χειρδάρης, ποινικολόγος: Οι τελευταίες εξελίξεις στον χώρο της Δικαιοσύνης αναδεικνύουν την ύπαρξη ενός ρευστού πλαισίου. Αρμόδια πρόσωπα για την εφαρμογή της νομιμότητας, την άσκηση ποινικής δίωξης, τις ανακριτικές πράξεις και την εκδίκαση των υποθέσεων είναι οι εισαγγελείς και οι δικαστές. Διαθέτουν τόσο λειτουργική όσο και προσωπική ανεξαρτησία. Η αξιολόγηση των αποδείξεων, η εκτίμηση των γεγονότων και η ερμηνεία των νόμων ανήκουν στην αποκλειστική τους αρμοδιότητα. Σε καμία δε περίπτωση, όπως προβλέπει και η νομοθεσία, δεν μπορούν οι δικαστές να διωχθούν πειθαρχικά για τις κρίσεις τους. Για τις ίδιες κρίσεις επίσης δεν μπορούν να δέχονται εντολές από ιεραρχικά ανωτέρους, ούτε από την εκτελεστική εξουσία.

Εξαιρετικά θετικό στον σύγχρονο νομικό πολιτισμό είναι και η δυνατότητα άσκησης κριτικής στους δικαστικούς λειτουργούς. Ετσι επιτυγχάνεται η διαφάνεια και ο δημόσιος έλεγχος. Οι δικαστικοί, δε, θεωρούνται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως ex officio δημόσια πρόσωπα που υποχρεούνται να δέχονται ακόμα και σκληρή κριτική. Αυτό όμως είναι διαφορετικό από την παρέμβαση της δικαστικής ή εκτελεστικής εξουσίας στην κρίση τους ή με την άσκηση ή απειλή πειθαρχικών διώξεων. Αυτό συνιστά κατάλυση ή παρεμπόδιση της δικαστικής ανεξαρτησίας και της διάκρισης των εξουσιών. Αναμφίβολα οφείλουν και οι ανώτατοι δικαστές να ενδιαφέρονται με ενεργό τρόπο για τα προβλήματα της κοινωνίας. Ενα ανώτατο δικαστήριο πρέπει να είναι ένας ζωντανός οργανισμός προσαρμοσμένος στην πραγματικότητα.

Δυστυχώς, μετά από το γνωστό γεγονός της ενδοοικογενειακής βίας, οι τοποθετήσεις, παρεμβάσεις και εξαγγελίες ανωτάτων δικαστικών και του υπουργού Δικαιοσύνης προκαλούν ένα εκρηκτικό μείγμα εμπλεκομένων αρμοδιοτήτων, αλληλεξάρτησης των εξουσιών και περιορισμού της δικαστικής ανεξαρτησίας. Οι δικαστές πρέπει να είναι και να νιώθουν ελεύθεροι να κρίνουν. Οποιασδήποτε μορφής παρέμβαση δημιουργεί ανασφάλεια στις μελλοντικές τους κρίσεις, που μπορούν να καταστούν υπολογιστικές. Και αυτό δεν είναι μόνο θεσμικό πρόβλημα. Βάζει βόμβα στα θεμέλια του κράτους δικαίου…