Στο… σφίξιμο των λουριών στην ευρωπαϊκή οικονομία αποσκοπούν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες που εγκρίθηκαν χθες από την Ε.Ε. Είναι το αποτέλεσμα της μακροχρόνιας διαπραγμάτευσης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που ποτέ δεν εφαρμόστηκε ακριβώς, αλλά ακόμα και με τον τρόπο που υλοποιήθηκε ταλαιπώρησε χώρες όπως η Ελλάδα με τις υπερβολικές απαιτήσεις του. Τα τελευταία χρόνια, λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης, οι διατάξεις του είχαν ανασταλεί. Κάτι που έδωσε την «ευκαιρία» στην Ε.Ε. για αλλαγή των κανόνων στο εξής.
Όπως γράφει η Μαρία Ψαρά στην ΕΦ.ΣΥΝ. σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι νέες διατάξεις αποσκοπούν στην προώθηση των επενδύσεων, την ενίσχυση της κοινωνικής σύγκλισης και την αύξηση της εθνικής ευθύνης. Ωστόσο, η ελάχιστη μείωση του μέσου ελλείμματος και του μέσου χρέους παραπέμπει μάλλον σε περιόδους λιτότητας, παρά τη δυνατότητα παράτασης της επίτευξης των εθνικών στόχων και παρέκκλιση σε εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπεται στη νέα νομοθεσία.
«Η μεταρρύθμιση αυτή αποτελεί μία νέα αρχή και επιστροφή στη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Το νέο πλαίσιο θα είναι απλούστερο, πιο προβλέψιμο και πιο ρεαλιστικό. Ωστόσο, οι νέοι κανόνες μπορούν να αποδειχθούν επιτυχείς μόνον εάν εφαρμοστούν σωστά από την Επιτροπή», δήλωσε ο εισηγητής του φακέλου στο Ευρωκοινοβούλιο, Μάρκους Φέρμπερ, Γερμανός ευρωβουλευτής του ΕΛΚ.
ΜΕΙΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ
Οι χώρες με υπερβολικό χρέος θα πρέπει να το μειώνουν κατά μέσο όρο 1% ετησίως εάν το χρέος τους υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ και κατά 0,5% ετησίως κατά μέσο όρο εάν είναι μεταξύ 60% και 90%. Εάν το έλλειμμα μιας χώρας υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ, θα πρέπει να μειώνεται κατά τη διάρκεια περιόδων ανάπτυξης για να φτάσει το 1,5% και να δημιουργεί περιθώριο δαπανών για δύσκολες οικονομικές συνθήκες.
Οι ευρωβουλευτές λένε ότι οι νέοι κανόνες περιέχουν διάφορες διατάξεις που παρέχουν μεγαλύτερο περιθώριο κινήσεων για τις κυβερνήσεις, για παράδειγμα δίνοντας τρία επιπλέον έτη αν χρειάζεται (πέρα από τα υφιστάμενα τέσσερα) για την επίτευξη των στόχων του εθνικού τους σχεδίου. Οι ευρωβουλευτές εξασφάλισαν ότι αυτός ο πρόσθετος χρόνος μπορεί να χορηγηθεί για οποιονδήποτε λόγο κρίνει σκόπιμο το Συμβούλιο, και όχι μόνο εάν πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια, όπως προτάθηκε αρχικά.
Οι ευρωβουλευτές επέμειναν ότι οι χώρες με υπερβολικό έλλειμμα ή χρέος μπορούν να ζητήσουν διαδικασία συζήτησης με την Επιτροπή προτού τους παρασχεθεί καθοδήγηση σχετικά με την πορεία των δαπανών τους. Αυτό θα δώσει περισσότερες ευκαιρίες σε μια κυβέρνηση να διατυπώσει την άποψή της, ιδίως σε αυτό το κρίσιμο σημείο της διαδικασίας. Ενα κράτος-μέλος μπορεί να ζητήσει την υποβολή αναθεωρημένου εθνικού σχεδίου εάν υπάρχουν αντικειμενικές περιστάσεις που εμποδίζουν την εφαρμογή του, για παράδειγμα αλλαγή κυβέρνησης.
«Τα νέα κριτήρια ισοδυναμούν με επιστροφή στη λιτότητα», έγραψαν οι επικεφαλής των συνδικαλιστικών οργανώσεων στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και στο Βέλγιο σε κοινή επιστολή τους τη Δευτέρα, στην οποία καλούσαν τους ευρωβουλευτές να απορρίψουν τη συμφωνία. Αλλά οι τρεις μεγαλύτερες ομάδες στο Κοινοβούλιο –το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, οι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες και το Renew– στήριξαν τη συμφωνία, διασφαλίζοντας σταθερή πλειοψηφία.
ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΖΩΗΣ
Οι μεγαλύτερες αντιδράσεις πάντως ήρθαν από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις. Σχολιάζοντας την ψηφοφορία, η Αριάδνα Ροντρίγκο της Greenpeace δήλωσε: «Επιλέγοντας τη λιτότητα, οι πολιτικοί της Ευρώπης επιλέγουν το κλιματικό χάος και την καταστροφή της φύσης. Εκατομμύρια άνθρωποι ανησυχούν ήδη για το μέλλον και το κόστος ζωής, και τώρα πρέπει επίσης να ανησυχούν μήπως οι κυβερνήσεις ανοίγουν τρύπες στο δίχτυ κοινωνικής ασφάλειάς τους για να συμμορφωθούν με αυτούς τους κανόνες αυθαίρετου χρέους.
»Το βάρος αυτής της απόφασης δεν πρέπει να πέσει στους πιο ευάλωτους. Οι κυβερνήσεις πρέπει επειγόντως να επιβάλουν δίκαιους πράσινους φόρους στις πλουσιότερες και πιο ρυπογόνες εταιρείες και να τερματίσουν τις επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, ώστε να μπορούμε να επενδύσουμε στην ευημερία των σημερινών και των μελλοντικών γενεών».
Τα πρώτα εθνικά σχέδια προϋπολογισμών για δαπάνες, μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις πρέπει να εκπονηθούν έως τον Σεπτέμβριο του 2024 από τα κράτη-μέλη, προκειμένου να εγκριθούν στη συνέχεια από την Κομισιόν.