Κεντρικό ρόλο όπως φαίνεται, είχε στο κύκλωμα, ο διοικητής της Δίωξης του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, ο οποίος φέρεται πως ήταν ο “διαχειριστής” της διακίνησης ναρκωτικών, στις αποθήκες των κατασχεθέντων, όπου κατείχε κλειδιά και κωδικούς. Μετά και από τις καταθέσεις των λιμενικών, αποκαλύφθηκε η συμμορία διακίνησης μεταξύ Λιμενικού και διακινητών.
Σύμφωνα με καταθέσεις μαρτύρων, ο διοικητής της Δίωξης Ναρκωτικών ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για την διαφύλαξη των ναρκωτικών ουσιών. Αυτός κι ένας ακόμα αξιωματικός γνώριζαν τον κωδικό του συναγερμού και είχαν και τα κλειδιά. Όμως για να μπει κάποιος στην αποθήκη έπρεπε να ήταν παρών και ο διοικητής, διαφορετικά η πρόσβαση ήταν αδύνατη.
Σύμφωνα με την δικογραφία από το Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ, ο λιμενικός που συνεργαζόταν με το κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών, είχε στενή συνεργασία και με τον άνθρωπο – κλειδί στην υπόθεση, τον διοικητή της Δίωξης Ναρκωτικών του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά. Ο διοικητής φέρεται να του άνοιγε διάπλατα τις σφραγισμένες πόρτες της αποθήκης φύλαξης των ναρκωτικών ουσιών τις οποίες διοχέτευε έναντι αμοιβής στο κύκλωμα, το οποίο με τη σειρά του τις «έσπρωχνε» πίσω στη πιάτσα.
Ο λιμενικός ομολόγησε ενώπιον άλλων αξιωματικών ότι έκλεψε πλακίδια κοκαΐνης από ένα συγκεκριμένο τσουβάλι. Κάποια τα κράτησε αυτούσια κι άλλα τα νόθευσε με σόδα όταν επέστρεψε στο σπίτι του για να δημιουργήσει επιπλέον πακέτα. Σε ένα άλλο τσουβάλι που φέρεται να άνοιξε, έβαλε κόλλα πλακιδίων για να μην χάσει βάρος και υποπτευθούν τον ίδιο ή τον διοικητή του. Από την έρευνα προέκυψε ότι οι κάμερες της αποθήκης σταμάτησαν να γράφουν ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα της ίδιας ημέρας.
Σημειώνεται ότι οι συνολικές κατασχεθείσες ναρκωτικές ουσίες που βρίσκονται στην αποθήκη ανέρχονται στον αριθμό των 321.000 γραμμαρίων και φυλάσσονται σε εννέα μεγάλα σακιά εκ των οποίων ορισμένα βρέθηκαν παραβιασμένα.