Αυτές τις μέρες, το θέμα που επικρατεί στον δημόσιο διάλογο είναι η κατάθεση του νομοσχεδίου από πλευράς της κυβέρνησης για ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Οι φοιτητικοί σύλλογοι είναι «στο πόδι», η ακαδημαϊκή κοινότητα εκφράζει τη διαφωνία της και επικρατεί πιθανώς μια σύγχυση αναφορικά με την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Για να ξεμπλέξουμε, όμως, αυτό το κουβάρι, ας πιάσουμε το νήμα από τον εννοιολογικό προσδιορισμό των όρων προκειμένου να καταλήξουμε στα κίνητρα πίσω από τις προσπάθειες της κυβέρνησης να περάσει το εν λόγω νομοσχέδιο.
Αρχικά, πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι τα πανεπιστήμια διακρίνονται σε κρατικά και μη κρατικά. Αυτή η διάκριση αφορά τον φορέα στον οποίο τα πανεπιστήμια μπορούν να υπάγονται, δηλαδή στο κράτος ή σε άλλους φορείς, όπως η Εκκλησία. Μια δεύτερη διάκριση αφορά τα δίδακτρα, καθώς είτε κρατικά είτε μη κρατικά τα πανεπιστήμια μπορεί να έχουν δίδακτρα ή και όχι. Αυτό συνεπάγεται τη διαπίστωση ότι η ύπαρξη διδάκτρων δεν σχετίζεται με το δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εκάστοτε πανεπιστημίου. Τέλος, υπάρχει η διάκριση σε κερδοσκοπικά και μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια. Τα περισσότερα πανεπιστήμια που γνωρίζουμε είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπως είναι το Harvard και το MIT. Αυτός, όμως, δεν σημαίνει ότι τα ιδρύματα αυτά εμφανίζουν ζημίες στους προϋπολογισμούς τους. Ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας τους σχετίζεται με τη δέσμευση εκ του καταστατικού τους τα κέρδη να μην καταβάλλονται στους μετόχους, αλλά να παραμένουν στο πανεπιστήμιο με τη μορφή επενδύσεων στην έρευνα, αναβαθμίσεων των υποδομών, υποτροφιών, αυξήσεων σε μισθούς του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού ή ρευστών διαθεσίμων (endowments).
Η περίπτωση των κεφαλαίων που κατέχουν τα πανεπιστήμια στις ΗΠΑ είναι ενδεικτική της δύναμης που έχουν. Στη σχετική λίστα με τα ρευστά διαθέσιμα για το οικονομικό έτος 2022, το Harvard είναι στην πρώτη θέση με $51 δισεκατομμύρια, ενώ το πανεπιστήμιο του Yale βρίσκεται στη δεύτερη θέση με $41 δισεκατομμύρια. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη λίστα, ο μέσος όρος των ρευστών διαθεσίμων των 15 πρώτων πανεπιστημίων είναι πάνω από $20 δισεκατομμύρια. Τονίζεται ότι αυτά τα διαθέσιμα δεν είναι τα μοναδικά περιουσιακά στοιχεία των πανεπιστημίων, καθώς στα έσοδά τους συγκαταλέγονται δίδακτρα από φοιτητές, κέρδη από εταιρείες που ανήκουν στο ίδιο το πανεπιστήμιο και δωρεές. Αυτά τα ποσά επενδύονται εκ νέου στο πανεπιστήμιο και δεν καταλήγουν στην τσέπη κανενός μετόχου ή ιδιοκτήτη. Σημαντικό τμήμα αυτών των διαθεσίμων αφορούν τη μισθοδοσία του ακαδημαϊκού προσωπικού. Οι υψηλές αποδοχές μπορούν να προσελκύσουν καλούς καθηγητές, οι οποίοι θα μπορέσουν να προσελκύσουν περισσότερους φοιτητές και οι οποίοι θα παράξουν και καλύτερο επιστημονικό έργο.
Από τα παραπάνω δεδομένα καθίσταται σαφές ότι η επένδυση κεφαλαίων στη δημιουργία ενός ιδιωτικού πανεπιστημίου είναι εξαιρετικά κοστοβόρα υπόθεση και τα περιθώρια κέρδους περιορισμένα έως μηδαμινά και σε βάθος πολλών ετών. Τότε γιατί η κυβέρνηση επιμένει τόσο πολύ στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, όταν μάλιστα η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, όπου λειτουργούν, είτε κλείνουν λόγω διαφθοράς και εταιρικής αποτυχίας είτε υπολείπονται των δημοσίων σε επίπεδο ποιότητας σπουδών και ερευνητικού έργου;
Η απάντηση είναι απλή. Η Νέα Δημοκρατία πιστεύει σε αυτό. Είναι το κόμμα που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης όσο λούμπεν και αν είναι αυτή. Επίσης, είναι το κόμμα που πιστεύει στον νεοφιλελευθερισμό. Ως εκ τούτου, πιστεύει ότι αγαθά, όπως η εκπαίδευση και η υγεία—τα αντιλαμβάνεται ως εμπορεύματα— μπορούν και πρέπει να τα παρέχουν και ιδιώτες. Η ίδρυση, δηλαδή, των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι για τη Νέα Δημοκρατία τμήμα του πολιτικού της DNA. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση δεν αυξάνει τη χρηματοδότηση στα δημόσια πανεπιστήμια και δεν προβαίνει σε κάποια ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα αναβαθμίσει την ποιότητα σπουδών σε αυτά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχει ψηφίσει τοn νόμο για την αξιολόγηση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κατήργησε νομοθετικά το πανεπιστημιακό άσυλο.
Το ερώτημα που γεννάται είναι εμείς τι κάνουμε. Εφόσον πιστεύουμε στον δημόσιο χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οφείλουμε να αντιστεκόμαστε στην ψήφιση του νομοσχεδίου και να στηρίζουμε τις κινητοποιήσεις των φοιτητικών συλλόγων. Αυτό, όμως, δεν είναι αρκετό. Οφείλουμε να συναντηθούμε οι δυνάμεις της Αριστεράς και να ανοίξουμε τον διάλογο σε δύο βασικούς άξονες:
1 – Την οργάνωση του κοινού μας αγώνα.
2 – Την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του (Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση).
Στην τελική, από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μπορούμε να αντλήσουμε και ένα πολύτιμο μάθημα. Πιστεύει στα ιδιωτικά πανεπιστήμια και το κάνει πράξη. Εμείς, οι Αριστεροί, που πιστεύουμε στον δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης, πότε και πως θα το κάνουμε πράξη;