«Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», λέει το άρθρο 120 παρ. 4, η ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος. Τα ίδια έλεγε το άρθρο 114 του προηγούμενου Συντάγματος του 1952, που έγινε λαϊκό σύνθημα και σύμβολο δημοκρατικών αγώνων: «Ένα – Ένα – Τέσσερα». Στην ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματοςαποτυπώνεται ηλογική του συνταγματικού πατριωτισμού. Παρότι στην επιστημονική συζήτηση η έννοια παραμένει αμφιλεγόμενη[1], στην αφετηρία του ο συνταγματικός πατριωτισμός είναι κάτι αρκετά απλό: Πατριώτης είναι ο καλός πολίτης. Και καλός πολίτης είναι αυτός που νοιάζεται για τη δημοκρατία και την τήρηση του Συντάγματος. Τα λέει ωραία η παρ. 2 του ίδιου άρθρου 120: «O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων».
Ότι το ίδιο το Σύνταγμα επιφορτίζει «τους Έλληνες»–κάθε πολίτη ατομικά και, κυρίως, συλλογικά μαζί με άλλους–με την ευθύνη της τήρησης του Συντάγματος σημαίνει δύο πράγματα, το πρώτο εκ των οποίων συχνά παραβλέπεται. Σημαίνει, ότι οι ίδιοι οι πολίτες έχουν εκ του Συντάγματος το δικαίωμα, πρώτον, να ελέγχουν πότε δεν τηρείται το Σύνταγμα και, δεύτερον, να ενεργούν για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας.
Οι πολίτες δικαιούνται να ελέγχουν την τήρηση του Συντάγματος
Ως προς το πρώτο: Η ρήτρα «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων» αποκτά νόημα μόνον όταν οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν οι ίδιοι πότε δεν τηρείται το Σύνταγμα. Η επίκληση στον πατριωτισμό των Ελλήνων παρέλκει, είναι άνευ αντικειμένου, όταν την παραβίαση του Συντάγματος την έχει ήδη διαπιστώσει κάποιο όργανο της κρατικής εξουσίας, ιδίως δικαστήριο. Διότι, στην περίπτωση αυτή, το κρατικό όργανο που διαπιστώνει την παραβίαση έχει και την εξουσία να ενεργήσει το ίδιο για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας.
Έχει σημασία να κατανοήσουμε για ποιο λόγο το Σύνταγμα εξοπλίζει τους πολίτες με αυτή την ευθύνη. Το Σύνταγμα είναι βεβαίως ένας νόμος κι αυτό, που όμως διαφέρει από όλους τους υπόλοιπους νόμους, το κοινό δίκαιο. Ενώ το κοινό δίκαιο θεσπίζεται από όργανα της κρατικής εξουσίας για να ρυθμίσει και να περιορίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, το Σύνταγμα θεσπίζεται, στο όνομα και για λογαριασμό των πολιτών, για να ρυθμίσει και να περιορίσει την εξουσία των κρατικών οργάνων. Και, ενώ το πότε παραβιάζεται το κοινό δίκαιο κρίνεται από κρατικά όργανα, ιδίως και τελικά τα δικαστήρια, το πότε παραβιάζεται το Σύνταγμα δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην κρίση κρατικών οργάνων, δηλαδή εκείνων τη συμπεριφορά των οποίων υποτίθεται ότι ρυθμίζει[2]. Αυτός είναι ο λόγος που –παράλληλα με τις άλλες, τις θεσμικές εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος, όπου ορισμένο κρατικό όργανα ελέγχει αν κάποιο άλλο παραβίασε το Σύνταγμα– ο πατριωτισμός των Ελλήνων ανάγεται σε αυτοτελή, και με μιαν έννοια ύπατη, εγγύηση τήρησης του Συντάγματος[3].
Με άλλα λόγια, το άρθρο 120 παρ. 4 αναγνωρίζει (και προϋποθέτει) ότι κάθε πολίτης –χωρίς να χρειάζεται να είναι ειδικός, νομικός ή συνταγματολόγος– δικαιούται να έχει λόγο για τον «δικό» του νόμο, την άμυνά του απέναντι στην κρατική εξουσία, το Σύνταγμα. Να το διαβάζει, να το ερμηνεύει και να εκφέρει τη γνώμη ότι ορισμένη ενέργεια κρατικού οργάνου το παραβιάζει. Χωρίς να χρειάζεται να εξαρτά τη γνώμη του αυτή από την κρίση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου. Αντισυνταγματικό δεν είναι μόνον ό,τι κρίθηκε ως τέτοιο από κάποιο δικαστήριο ή άλλο κρατικό όργανο. Βεβαίως, σε αντίθεση με τα κρατικά όργανα, οι πολίτες δεν ασκούν αρμοδιότητα. Το σύνολο των πολιτών, ο λαός, δεν είναι ένα ενιαίο σώμα. Κάποιοι μπορεί να θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά. Άλλοι θα συμφωνούν, άλλοι θα διαφωνούν και άλλοι, ίσως οι περισσότεροι, απλώς θα αδιαφορούν. Επομένως, η γνώμη (κάποιων) πολιτών ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά ούτε δεσμευτικότητα έχει ούτε οποιαδήποτε νομική σημασία. Έχει όμως πολιτική σημασία, που δεν πρέπει να υποτιμούμε. Γίνεται πολιτικό επιχείρημα, πολιτικό σύνθημα, ακόμα και σύμβολο πολιτικών αγώνων –ας ξαναθυμηθούμε το «Ένα – Ένα – Τέσσερα». Πρόκειται για αυτό που αποκαλείται πολιτικός συνταγματισμός (σε αντιδιαστολή προς το νομικό συνταγματισμό)[4].
Οι πολίτες δικαιούνται να ενεργούν για την τήρηση του Συντάγματος
Ως προς το δεύτερο: Το άρθρο 120 παρ. 4 αναθέτει στο λαό, τους Έλληνες πολίτες, την ευθύνη τήρησης του Συντάγματος. Τί μπορούν να κάνουν όσοι θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά; Σε οριακές στιγμές, μπορούν βεβαίως να κάνουν αυτό που λέει η συνέχεια της διάταξης: «δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Να αντισταθούν. Τεχνικά, το δικαίωμα αντίστασης πράγματι ενεργοποιείται μόνον όταν επιχειρείται κατάλυση του πολιτεύματος με βίαια μέσα[5]. Απολύτως κατανοητή όταν γράφτηκε το 1975, μετά την πτώση του καθεστώτος της απριλιανής δικτατορίας, η ρήτρα αυτή έχει στις μέρες μας όλο και λιγότερη σημασία. Τα πολιτεύματα πλέον δεν (χρειάζεται να) καταλύονται με τη βία, με πραξικοπήματα και με τανκς. Διαβρώνονται και υπονομεύονται σταδιακά και εκ των έσω, από κυβερνώντες που έρχονται στη εξουσία με φαινομενικά δημοκρατικό τρόπο, μέχρις ότου φτάνει κάποια στιγμή που συνειδητοποιούμε πως παραμένουν στην εξουσία με όχι και τόσο δημοκρατικό τρόπο.
Πέραν από αυτές τις οριακές στιγμές όπου ενεργοποιείται το δικαίωμα αντίστασης, πώς εκδηλώνεται στην πολιτική καθημερινότητα ο πατριωτισμός των Ελλήνων ως εγγύηση τήρησης του Συντάγματος; Οι πολίτες που θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά μπορούν φυσικά να προσφύγουν σε κάποιο άλλο κρατικό όργανο, ιδίως δικαστήριο, ζητώντας του να αποκαταστήσει τη συνταγματική νομιμότητα. Παρότι είναι βεβαίως κι αυτή μια δυνατότητα, δεν είναι πάντως αυτό το νόημα της ρήτρας του άρθρου 120 παρ. 4. Το Σύνταγμα κάνει επίκληση στον πατριωτισμό των Ελλήνων, ακριβώς όταν η αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας δεν είναι δυνατή ή αναμενόμενη ή, έστω, αποτελεσματική από την άσκηση των αρμοδιοτήτων κρατικών οργάνων. Η πεμπτουσία, επομένως, της ρήτρας δεν έγκειται σε νομικές ενέργειες, αλλά σε πολιτικές.
Ποιες είναι αυτές οι πολιτικές ενέργειες; Η πιο απλή: οι πολίτες μπορούν να ασκούν πίεση στους αντιπροσώπους τους προκειμένου, για παράδειγμα, να καταψηφίσουν ένα νομοσχέδιο που θεωρούν αντισυνταγματικό ή να υπερψηφίσουν την κατάργηση ενός νόμου που θεωρούν αντισυνταγματικό. Επίσης, το δικαίωμα της ψήφου: οι πολίτες μπορούν να καταψηφίσουν όσους θεωρούν ότι ενήργησαν αντισυνταγματικά ή να υπερψηφίσουν όσους υπόσχονται να αποκαταστήσουν τη συνταγματική νομιμότητα. Περαιτέρω, οι πολίτες μπορούν να ενεργούν όχι μόνο μέσω των θεσμών αντιπροσώπευσης, αλλά και άμεσα: Ασκώντας το δικαίωμα αναφοράς ή το δικαίωμα συνάθροισης, με διαμαρτυρίες, συγκεντρώσεις, πορείες και με κάθε άλλο νόμιμο μέσο. Οι πολίτες μπορούν να προσφεύγουν ακόμα και σε πιο δραστικές μορφές λαϊκής αντιπολίτευσης που υπερβαίνουν την τυπική νομιμότητα (πολιτική ανυπακοή, κατάληψη δημόσιων κτιρίων, άσκηση συμβολικής βίας)–αποδεχόμενοι βεβαίως στην περίπτωση αυτή το ενδεχόμενο να υποστούν τις έννομες συνέπειες.
Η αντισυνταγματικότητα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων
Από τα παραπάνω μπορεί να αντλήσει κάποιος ένα ή δύο διδάγματα χρήσιμα για την τρέχουσα συγκυρία. Το νομοσχέδιο για την ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων που συζητιέται στη βουλή είναι απροκάλυπτα και κραυγαλέα αντισυνταγματικό. Το άρθρο 16 του Συντάγματος που όλοι διαβάζουμε και όλοι καταλαβαίνουμε –δεν χρειάζεται να είμαστε ειδικοί– λέει πως τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με ακαδημαϊκή ελευθερία και εγγυήσεις για τους διδάσκοντές τους. Τίποτε από αυτά δεν είναι τα διαβόητα «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» που προβλέπει το νομοσχέδιο.
Στις εύλογες αντιδράσεις πολλών –φοιτητικό κίνημα, πανεπιστημιακοί, ενδιαφερόμενοι πολίτες– μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Δεν σας πέφτει λόγος για το αν το νομοσχέδιο είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικό, δεν είστε ειδικοί. Υπάρχουν ειδικοί, νομικοί και συνταγματολόγοι, που έχουν βρει – ακριβέστερα: κατασκευάσει– μιαν ερμηνεία –ακριβέστερα: παρερμηνεία– που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 16 δεν σημαίνει αυτό που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε, αλλά κάτι διαφορετικό». Η απάντηση εδώ πρέπει να είναι απερίφραστη: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –όλους τους πολίτες, όχι μόνο τους ειδικούς– την ευθύνη για την τήρηση του Συντάγματος. Βεβαίως και μας πέφτει λόγος, βεβαίως και μπορούμε να κρίνουμε αν ένα νομοσχέδιο είναι αντίθετο σ’ αυτά που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε ότι λέει το Σύνταγμα.
Στο, εξίσου εύλογο, ερώτημα κάποιων τί μπορούμε να κάνουμε για να διασφαλίσουμε την τήρηση του Συντάγματος, μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Να προσφύγετε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα δικαστήρια, αν θεωρείτε αντισυνταγματικό το νομοσχέδιο. Αυτά είναι τα μόνα αρμόδια να κρίνουν αν υπάρχει αντισυνταγματικότητα». Και εδώ η απάντηση πρέπει να είναι: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –και όχι στα δικαστήρια– την ευθύνη της πρόληψης: να αποτρέψουμε την αντισυνταγματικότητα προτού αυτή γίνει δεσμευτική πράξη της κρατικής εξουσίας, προτού γίνει νόμος. Το μεγάλο έλλειμμα του δικαστικού ελέγχου της αντισυνταγματικότητας είναι πως, εξ ορισμού, είναι κατασταλτικός, έρχεται μετά την εφαρμογή του νόμου, όταν έχουν ήδη διαμορφωθεί καταστάσεις που η ανατροπή τους μπορεί να έχει κόστος και παράπλευρες συνέπειες. Κι αυτό επηρεάζει αναπόφευκτα την κρίση τους. Μικρή σημασία έχουν προσφυγές ή μηνύσεις που θα εκδικαστούν μετά από μήνες ή χρόνια, όταν θα έχουν πια δημιουργηθεί τετελεσμένα.
Τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την τήρηση του Συντάγματος όπως την εννοεί το άρθρο 120 είναι πολιτικά, όχι νομικά. Παραδόξως –ή ίσως όχι και τόσο παραδόξως– από το δημόσιο λόγο επί του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απουσιάζει ένα πολιτικό μέσο πίεσης που, εν δυνάμει, μπορεί να αποδειχθεί το πιο αποτελεσματικό, περισσότερο από οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια: Η διαβεβαίωση των κομμάτων της μείζονος, τουλάχιστον, αντιπολίτευσης ότι θα καταργήσουν το νόμο όταν έρθουν στην εξουσία θα προβλημάτιζε, αν μη τι άλλο, και ενδεχομένως θα έκανε διστακτικούς όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στη μπίζνα της πανεπιστημιακής παραπαιδείας που προωθεί το νομοσχέδιο.
[1]J.-W. Müller, Συνταγματικός πατριωτισμός, Εκδ. Παπαζήση, 2012.
[2]L. Kramer,The People Themselves: Popular Constitutionalism and Judicial Review, Oxford University Press, 2004.
[3]Αρ. Μάνεσης, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, τόμ. Ι-ΙΙ[1956-1961],Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, επανέκδοση 1991.
[4]R. Bellamy, Political Constitutionalism, Oxford University Press, 2007.
[5] Φ. Σπυρόπουλος, Το δικαίωμα αντίστασης κατά το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος [1987], Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, επανέκδοση 2022.