ΓΙΑΤΙ Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΜΠΑΤΖΗΣ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΘΕΑΤΡΟΥ;

Με ένα εκτενές κείιμενό του με τίτλο «Μια κριτική της Κριτικής» ο νέος ηθοποιός Βαγγέλης Αμπατζής ανακοίνωσε την άρνησή του να περιληφθεί στους υποψήφιους για τα βραβεία 2022-2023 της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών. Ο ίδιος είχε προταθεί για τον ρόλο του στην παράσταση “Και εφύτευσεν ο Θεός Παράδεισον” ωστόσο στην επιστολή του θέτει δύο βασικά ερωτήματα σχετικά με το με ποιους όρους γίνονται οι βραβεύσεις και με το τι παράγει η κουλτούρα των βραβεύσεων.

Αναλυτικά η ανακοίνωσή του:

Μέσα στο ζόφο των ημερών λόγω των φρικαλεοτήτων του ισραηλινού στρατού κατοχής, μέσα σε μια επικαιρότητα που κάθε άλλο παρά την Τέχνη έχει στο προσκήνιο, προσπαθώ να συντάξω ένα κείμενο για την Τέχνη και το έστειλα στην ελληνική ένωση κριτικών θεάτρου και παραστατικών τεχνών με αφορμή τις υποψηφιότητες για βραβεία στην παράσταση “Και εφύτευσεν ο Θεός Παράδεισον” σε σκηνοθεσία Βαλέριας Δημητριάδου από τους C for Circus. Μια δουλειά που αγαπώ πολύ. Είναι μεγάλο, μπορεί να είμαι και άκυρος αλλά δεν πειράζει. Το δημοσιεύω γιατί πρόκειται για μια δημόσια εκδήλωση:

ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Με αφορμή την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων για τα βραβεία της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών θα ήθελα να εκφράσω μερικές σκέψεις.

Κάνουμε ένα επάγγελμα που βασική του προϋπόθεση είναι η απεύθυνση σε τουλάχιστον έναν θεατή. Το να σε συγχαίρει αυτός ο θεατής με ειλικρίνεια, μέσα από την καρδιά του είναι ένα ισχυρό αίσθημα ικανοποίησης, μαζί με το αίσθημα της προσωπικής καλλιτεχνικής δημιουργίας κατά τη διάρκεια μιας παράστασης. Για το λόγο αυτό, για πολλούς συναδέλφους, αυτού του τύπου οι βραβεύσεις προσφέρουν μια δικαίωση, μια αναγνώριση του κόπου τους, μία ανταμοιβή. Η όλη διαδικασία αποκτά κάποια βαρύτητα από τη στιγμή που στη συγκεκριμένη ένωση συμμετέχουν άνθρωποι με σημαντική και αξιοσέβαστη επιστημονική πορεία και στη λίστα των υποψηφίων προς βράβευση συμπεριλαμβάνονται πραγματικά ταλαντούχοι καλλιτέχνες που θαυμάζω και προσωπικοί μου φίλοι και συνεργάτες.

Για μένα όμως υπάρχουν δύο βασικά ζητήματα:

-Με τι όρους γίνεται η κριτική σήμερα, άρα και οι βραβεύσεις;

-Ποιος βγαίνει τελικά κερδισμένος από τα βραβεία και τι παράγει η κουλτούρα των βραβεύσεων;

Στο σύντομο διάστημα που δουλεύω ως ηθοποιός πρόλαβα να δω κριτικές με αρκετά προβληματικά στοιχεία. Υπάρχει μια τάση οι κριτικές σήμερα είτε να εξυψώνουν είτε να καταβαραθρώνουν ηθοποιούς, είτε άλλους συντελεστές παράστασης, είτε ολόκληρη την παράσταση δίχως να ανοίγουν ουσιαστικό διάλογο με το έργο τέχνης όπως κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να συμβαίνει. Διαβάζω κριτικές που συντάσσονται με όρους marketing και ακολουθούν το μοτίβο: φιλολογικά στοιχεία για το έργο από τη μία και “ήταν καλή/δεν ήταν καλή η παράσταση”, “επιβίωσε/ δεν επιβίωσε το εγχείρημα” (βρισκόμαστε σε κάποια αρένα επιβίωσης;) από την άλλη. Πολλές φορές πάλι χρησιμοποιείται πρώτος πληθυντικός “μας ικανοποίησε ή όχι” σα να τοποθετείται κάποιος αντικειμενικός εκπρόσωπος του κοινού. Βλέπω επίσης κριτικές που απαξιώνουν συντελεστές της παράστασης καθώς αποσιωπούν εντελώς το όνομά τους ή τη συμβολή τους. Αυτού του είδους οι κριτικές κυριαρχούν πια και επιβιώνουν ως πρότυπο.

Ως εκ τούτου, αναρωτιέμαι ποια είναι τα κριτήρια αξιολόγησης ενός έργου τέχνης και άρα ποια τα κριτήρια βράβευσης. Δοκιμαζόμαστε σε πολύ διαφορετικούς ρόλους, σε πολύ διαφορετικές σκηνοθεσίες και οπτικές, με διαφορετική οικονομική υποστήριξη από παραγωγή σε παραγωγή (με κοινό παρονομαστή τη χαμηλή οικονομική υποστήριξη γενικά). Πώς εντάσσονται όλα αυτά στην ίδια κλίμακα αξιολόγησης; Η ομορφιά του θεάτρου και ενός έργου τέχνης γενικότερα θεωρώ πως είναι η ποικιλομορφία ως προς τη σύνθεση και παρουσίαση και η υποκειμενικότητα ως προς την πρόσληψη από το κοινό. Σύμφωνα με ποια κριτήρια βαθμολογείται το καλλιτεχνικό έργο και τελικά μπορεί να αποδοθεί κάποιος βαθμός ώστε να φτάσουμε στη διάκριση; Γιατί αυτό το έργο και αυτός ο ηθοποιός από κάποιον άλλον; Υπάρχει κάποιο τεστ που διεξάγεται ή κάποιος πήχης που έχει τεθεί και πρέπει να τον περάσουμε; Και αν ναι από ποιον τίθεται και γιατί; Περνάνε από αυτή τη διαδικασία αξιολόγησης όλοι οι θίασοι; Βάσει ποιων δεδομένων κρινόμαστε και τελικά αριστεύουμε;

Οι ηθοποιοί και γενικά οι άνθρωποι των παραστατικών τεχνών βγήκαν πρόσφατα από μια περίοδο πρωτόγνωρων κινητοποιήσεων. Δοκίμασαν τις αντοχές τους μέσα από διαδηλώσεις, απεργίες και καταλήψεις επειδή διαχρονικά οι κυβερνήσεις υποβαθμίζουν διαρκώς τις σπουδές τους, το επάγγελμά τους και κατ’ επέκταση την ίδια την ύπαρξή τους, με χαριστική βολή το Προεδρικό Διάταγμα 85/2022. Νιώθω, λοιπόν, ότι αυτό που χρειάζονται οι καλλιτέχνες είναι αναγνώριση της δουλειάς τους, της έκθεσής τους, του μόχθου τους. Μέσω μιας ανάλυσης που αναμφίβολα θα έχει υποκειμενικά χαρακτηριστικά, όμως θα δίνει χώρο στον διάλογο, θα προβληματίζεται για το παραγόμενο έργο, ακόμα και για τις συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργείται. Δεν βρίσκω πώς αυτό μπορεί να συνδεθεί με τη νοοτροπία της ιεραρχίας, της αριστείας, του κυνηγιού της όποιας επιτυχίας (πώς ορίζεται η επιτυχία άλλωστε;), των ratings, των αστεριών, του διαχωρισμού σε καλούς, μέτριους, κακούς με μια ισοπεδωτική τελικά απλούστευση.

Για το λόγο αυτό θα ήθελα να μη συμπεριληφθώ στις φετινές υποψηφιότητες για τα βραβεία της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών. Οι άνθρωποι που τα διοργανώνουν ίσως διέπονται από ένα πραγματικό αίσθημα ανταμοιβής. Όμως προσωπικά διαφωνώ με την ύπαρξη βραβείων στην τέχνη.

Να σημειώσω, τέλος, πως αυτό το κείμενο δεν εύχεται την κατάργηση της κριτικής, αντιθέτως, ευελπιστώ να τεθεί σε ένα πλαίσιο που θα βοηθήσει καλλιτέχνες και ανθρώπους που ασχολούνται με το θέατρο να πάμε όλοι μαζί ένα βήμα παραπέρα. Για ένα κοινό που δε θα μας παρακολουθεί απλώς, αλλά θα εκπαιδεύεται μαζί μας. Για μία τέχνη απελευθερωμένη και διαρκώς υπό έρευνα.

Όπως λέει και ο ποιητής: “Κρίνε για να κριθείς”.