Εγκρίθηκε τελικά το Σύμφωνο Μετανάστευσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Και τα πέντε νομοθετικά κείμενα πέρασαν με σχετική άνετη πλειοψηφία, παρά τις αντιρρήσεις πολλών ευρωβουλευτών που θέλησαν αρχικά να απέχουν. Η έγκριση έγινε με 322 ψήφους “Υπέρ”, 266 “Κατά” και 31 αποχές.
«Μετά από σχεδόν μια δεκαετία αδιεξόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ της υιοθέτησης του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο – την πλήρη αναθεώρηση της νομοθεσίας της ΕΕ για τη μετανάστευση. Η Ευρώπη θα διαχειριστεί τη μετανάστευση με ομαλό τρόπο και με τους δικούς μας όρους» ανέφερε ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Μαργαρίτης Σχοινάς.
Από την πλευρά της, η επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων, Ίλβα Γιόχανσον σημείωσε ότι η σημερινή ψήφος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι ένα μεγάλο επίτευγμα. «Θα μπορέσουμε να προστατεύσουμε καλύτερα τα εξωτερικά μας σύνορα, τους ευάλωτους και τους πρόσφυγες, θα επιστρέφονται γρήγορα όσοι δεν δικαιούνται παραμονή, με υποχρεωτική αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών».
Οι πέντε νόμοι που περιλαμβάνονται στο Νέο Σύμφωνο και εγκρίθηκαν την Τετάρτη από τους ευρωβουλευτές είναι:
Ο κανονισμός ελέγχου προβλέπει μια προκαταρκτική διαδικασία για την ταχεία εξέταση των αιτούντων ασύλου και της συλλογής βασικών πληροφοριών όπως η εθνικότητα, η ηλικία, τα δακτυλικά αποτυπώματα και η εικόνα του προσώπου. Θα πραγματοποιηθούν επίσης έλεγχοι υγείας και ασφάλειας.
Ο τροποποιημένος κανονισμός Eurodac ενημερώνει το Eurodac, μια μεγάλης κλίμακας βάση δεδομένων που θα αποθηκεύει τα βιομετρικά στοιχεία που συλλέγονται κατά τη διαδικασία ελέγχου. Η βάση δεδομένων θα μετατοπιστεί από την καταμέτρηση αιτήσεων στην καταμέτρηση αιτούντων και θα αποτρέψει το ίδιο άτομο από την υποβολή πολλαπλών αξιώσεων. Η ελάχιστη ηλικία για τη συλλογή δακτυλικών αποτυπωμάτων θα μειωθεί από τα 14 στα 6 έτη.
Ο κανονισμός για τις διαδικασίες ασύλου (APR) ορίζει δύο πιθανά βήματα για τους αιτούντες: την παραδοσιακή διαδικασία ασύλου, η οποία είναι χρονοβόρα, και μια ταχεία διαδικασία στα σύνορα, η οποία προορίζεται να διαρκέσει το πολύ 12 εβδομάδες. Η διαδικασία των συνόρων θα ισχύει για μετανάστες που αποτελούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, παρέχουν παραπλανητικές πληροφορίες ή προέρχονται από χώρες με χαμηλά ποσοστά αναγνώρισης, όπως το Μαρόκο, το Πακιστάν και η Ινδία. Αυτοί οι μετανάστες δεν θα επιτρέπεται να εισέλθουν στην επικράτεια της χώρας και αντίθετα θα κρατούνται σε εγκαταστάσεις στα σύνορα, δημιουργώντας μια «νομική φαντασία μη εισόδου».
Ο Κανονισμός Διαχείρισης (AMMR) θεσπίζει ένα σύστημα «υποχρεωτικής αλληλεγγύης» που θα προσφέρει στα κράτη μέλη τρεις επιλογές για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών: μετεγκατάσταση ορισμένου αριθμού αιτούντων άσυλο, πληρωμή 20.000 ευρώ για κάθε αιτούντα που αρνούνται να μετεγκατασταθούν ή χρηματοδότηση επιχειρησιακής υποστήριξης. Οι Βρυξέλλες στοχεύουν σε 30.000 μετεγκαταστάσεις ετησίως, αλλά επιμένει ότι το σύστημα δεν θα αναγκάσει καμία χώρα να δεχτεί πρόσφυγες, εφόσον συνεισφέρουν μέσω οποιασδήποτε από τις άλλες δύο επιλογές.
Ο Κανονισμός για την Κρίση προβλέπει εξαιρετικούς κανόνες που θα ενεργοποιηθούν όταν το σύστημα ασύλου του μπλοκ απειλείται από ξαφνική και μαζική άφιξη προσφύγων, όπως συνέβη κατά την κρίση του 2015-2016, ή από μια κατάσταση ανωτέρας βίας, όπως η πανδημία του COVID-19. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εθνικές αρχές θα έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν αυστηρότερα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μεγαλύτερων περιόδων εγγραφής και κράτησης, και η Επιτροπή θα έχει την εξουσία να ζητά πρόσθετα μέτρα «αλληλεγγύης».