Την οργή του ΣΕΑ προκαλεί η επικύρωση της ανάκλησης παραχώρησης του ιστορικού κτιρίου, με τον Σύλλογο να επιτίθεται στο υπουργείο Πολιτισμού. «Αν και επικύρωσε την ανάκληση της παραχώρησης, το ΣτΕ κάθε άλλο παρά δικαιώνει το αφήγημα του υπουργείου Πολιτισμού», ξεκαθαρίζουν οι αρχαιολόγοι.
Την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που σε πλήρη σύμπνοια με το υπουργείο Πολιτισμού έκρινε νόμιμη την εκδικητική εκδίωξη από τη Λίνα Μενδώνη του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων από την ιστορική του έδρα στο ακίνητο της οδού Ερμού, σχολιάζει με ανακοίνωσή του ο ΣΕΑ.
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων υπογραμμίζει ότι η απόφαση να οδηγηθεί σε έξωση ένας ιστορικός σύλλογος εργαζομένων αποτελεί προσβολή και τονίζει με νόημα ότι «οι κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού στοχεύουν ευθέως στην κριτική που ασκεί ο Σύλλογος στην εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική, στις καταστροφές αρχαιοτήτων, στη νομιμοποίηση της αρχαιοκαπηλίας, στην ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, στις απευθείας αναθέσεις».
Ο ΣΕΑ σχολιάζει πως είναι προφανές ότι οι κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού στοχεύουν ευθέως στην κριτική που ασκεί ο Σύλλογος στην εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική, στις καταστροφές αρχαιοτήτων, στη νομιμοποίηση της αρχαιοκαπηλίας, στην ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, στις απευθείας αναθέσεις.
«Δεν είναι μόνο ότι αμφισβητείται ο συνδικαλιστικός λόγος, αλλά διακυβεύεται η ελευθερία του λόγου στο δημόσιο βίο γενικά, καθώς με αφορμή μία συζήτηση για το πολύνεκρο ναυάγιο στην Πύλο η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού επιδιώκει να διαμορφώνει ένα ασφυκτικό κλίμα ελέγχου της διαφορετικής άποψης, ακόμη κι αν αυτή επιβεβαιώνεται από τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων και τις έρευνες των ευρωπαϊκών θεσμών», διαπιστώνει ο ΣΕΑ.
Απαντώντας στο Δελτίο Τύπου του ΥΠΠΟ με το οποίο έγινε γνωστή η απόφαση του ΣτΕ ο ΣΕΑ επισημαίνει ότι κάθε άλλο παρά δικαίωσε τη θέση της Λίνας Μενδώνη πως «σκοπός της παραχώρησης του ακινήτου από την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη στον ΣΕΑ ήταν «αποκλειστικά η στέγαση της έδρας» του Συλλόγου και της διοικητικής του λειτουργίας».
«Δυστυχώς, όμως, η αντίληψη του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας περί ανάδειξης και προστασίας των σύγχρονων μνημείων πολιτισμού, διαφέρει σημαντικά, όπως φαίνεται, από εκείνη των Ελλήνων Αρχαιολόγων, αλλά και χιλιάδων Αθηναίων, που επί δεκαετίες συμμετείχαν και στήριζαν τις πολιτιστικές, καλλιτεχνικές, επιστημονικές και εκδηλώσεις για θέματα της σύγχρονης ζωής που διοργανώνονταν από τον ΣΕΑ ή φιλοξενούνταν στο ακίνητο» σημειώνει ο Σύλλογος.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του ΣΕΑ:
«Πριν ακόμα καθαρογραφεί και θεωρηθεί η απόφαση του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ, επί της υπόθεσης της ανάκλησης παραχώρησης του κτιρίου της ιστορικής έδρας του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, το Υπουργείο Πολιτισμού έσπευσε, με δελτίο τύπου στις 29/5/2024, να «ενημερώσει» την κοινή γνώμη για την έκβαση του δικαστικού αγώνα.
Όλως τυχαίως, το εν λόγω δελτίο τύπου του Υπουργείου συμπίπτει, σε περιεχόμενο και ύφος με την «ανώνυμη» καταγγελία που είχε κατατεθεί στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ), με στόχο να σπιλώσει τον Σύλλογο, το προεδρείο του και εν γένει τους αρχαιολόγους. Βεβαίως, τα δήθεν οικονομικά θέματα που επιμένει να προβάλει το Υπουργείο Πολιτισμού, αφήνοντας υπόνοιες για τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, έχουν ήδη απαντηθεί από την έκθεση της ΕΑΔ για το θέμα και επιβεβαιώνονται και από την απόφαση του Ε Τμήματος του ΣτΕ, που δεν έλαβε υπόψη της τις σκόπιμες παρερμηνείες της έκθεσης της ΕΑΔ στις οποίες προχώρησε το ΥΠΠΟ ενώπιον του ανώτατου δικαστηρίου.
Είναι προφανές ότι οι κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού στοχεύουν ευθέως στην κριτική που ασκεί ο Σύλλογος στην εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική, στις καταστροφές αρχαιοτήτων, στη νομιμοποίηση της αρχαιοκαπηλίας, στην ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, στις απευθείας αναθέσεις. Δεν είναι μόνο ότι αμφισβητείται ο συνδικαλιστικός λόγος, αλλά διακυβεύεται η ελευθερία του λόγου στο δημόσιο βίο γενικά, καθώς με αφορμή μία συζήτηση για το πολύνεκρο ναυάγιο στην Πύλο η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού επιδιώκει να διαμορφώνει ένα ασφυκτικό κλίμα ελέγχου της διαφορετικής άποψης, ακόμη κι αν αυτή επιβεβαιώνεται από τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων και τις έρευνες των ευρωπαϊκών θεσμών.
Είναι σαφές ότι στην χώρα μας οι θεσμοί διέρχονται κρίση. Όταν συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών αναγκάζονται να πουν ότι δεν αναμένουν να βρουν το δίκιο τους στην χώρα μας, όταν αντιμετωπίζονται με μένος και λοιδορία οι γιατροί που απεργούν για ένα τόσο σημαντικό θέμα όπως οι ελλείψεις στην περίθαλψη των παιδιών στα κεντρικά νοσοκομεία Παίδων της Αττικής, είναι προφανές ότι το πρόβλημα είναι κατά πολύ βαθύτερο. Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων τοποθετείται στο πλευρό όλων όσοι το τελευταίο διάστημα καταγγέλλουν το έλλειμμα της δικαιοσύνης, ως βασικό θεμέλιο κάθε ευνομούμενης πολιτείας.
Είμαστε αναγκασμένοι όμως να απαντήσουμε και σε σημεία του Δελτίου Τύπου του Υπουργείου που συνιστούν παραποίηση μέρους του σκεπτικού της απόφασης του Ε Τμήματος του ΣτΕ, η οποία, αν και επικύρωσε την πράξη ανάκλησης της παραχώρησης, κάθε άλλο παρά δικαιώνει το αφήγημα που επί μήνες διακινείται για την υπόθεση, από την ίδια την υπουργό και από γνωστούς επικοινωνιακούς διαύλους της.
Επισημαίνουμε ότι το ΣτΕ κάθε άλλο παρά δικαίωσε, όπως αναληθώς ισχυρίζεται το ΥΠΠΟ, τη θέση της υπουργού ότι σκοπός της παραχώρησης του ακινήτου από την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη στον ΣΕΑ ήταν «αποκλειστικά η στέγαση της έδρας» του Συλλόγου και της διοικητικής του λειτουργίας. Αντίθετα, μάλιστα έκρινε ότι, μεταξύ των σκοπών της παραχώρησης, ήταν φυσικά και η πραγματοποίηση εκδηλώσεων από τον ΣΕΑ, στο πλαίσιο των καταστατικών του σκοπών και με σκοπό την ανάδειξη της αξίας του κτιρίου ως σύγχρονου μνημείου πολιτισμού. Δυστυχώς, όμως, η αντίληψη του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας περί ανάδειξης και προστασίας των σύγχρονων μνημείων πολιτισμού, διαφέρει σημαντικά, όπως φαίνεται, από εκείνη των Ελλήνων Αρχαιολόγων, αλλά και χιλιάδων Αθηναίων, που επί δεκαετίες συμμετείχαν και στήριζαν τις πολιτιστικές, καλλιτεχνικές, επιστημονικές και εκδηλώσεις για θέματα της σύγχρονης ζωής που διοργανώνονταν από τον ΣΕΑ ή φιλοξενούνταν στο ακίνητο.
Εκδηλώσεις που συμβάλλουν στην ουσιαστική σύνδεση των πολιτιστικών μνημείων, και δη των νεότερων, με την κοινωνία και είναι εναρμονισμένες με τις πιο σύγχρονες επιστημονικές θεωρήσεις και πρακτικές για την ισότιμη πρόσβαση όλων σε αυτά, χωρίς αποκλεισμούς.
Προφανώς και είναι πισωγύρισμα να θεωρηθεί ότι η προστασία των νεότερων μνημείων δεν είναι άμεσα συνυφασμένη με την χρήση τους και την απόδοσή τους στην κοινωνία, όπως άλλωστε επιτάσσει εδώ και δεκαετίες τόσο η ελληνική νομοθεσία (βλ. άρθρο 3 του Αρχαιολογικού Νόμου), όσο και οι διεθνείς συμβάσεις προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (λχ η Συνθήκη της Γρανάδας του 1985). Απορούμε μάλιστα αν η αγοραία ιδιωτική εμπορευματική χρήση που ετοιμάζει το ΥΠΠΟ για το κτίριο της Ερμού 134-136, που έχει εγγραφεί στη μνήμη της πόλης ως το «κτήριο των Αρχαιολόγων», είναι περισσότερο «συμβατή» με το πνεύμα του Ε Τμήματος του ΣτΕ.
Δεν μπορούμε, επίσης, παρά να εκφράσουμε τον προβληματισμό μας απέναντι σε δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες αποφαίνονται επί του κύρους διοικητικών πράξεων, όχι με βάση την ίδια την αιτιολογία αυτών και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, αλλά με βάση δημοσιεύματα, αναρτήσεις και λοιπά «στοιχεία» που προσκομίζει και επικαλείται αργότερα η διοίκηση, στο πλαίσιο της ακυρωτικής δίκης.
Δηλώνουμε τη σοβαρή ανησυχία μας, όταν φτάνει να τίθεται σε αμφισβήτηση -και μάλιστα κατ’ επίκληση επουσιωδών, τυπικών και διαδικαστικών δεδομένων- ο ίδιος ο συνδικαλιστικός χαρακτήρας ενός από τα παλαιότερα και πλέον ιστορικά σωματεία συνδικαλιστικής εκπροσώπησης ενός ολόκληρου επιστημονικού κλάδου της χώρας, με ενεργή συνδικαλιστική δράση από το 1959, από τον μόνο μας εργοδότη, δηλαδή το Υπουργείο Πολιτισμού.
Στα παραπάνω θα επανέλθουμε όταν λάβουμε καθαρογραμμένη την απόφαση του ΣτΕ. Η ουσία όμως είναι αλλού: η απόφαση έξωσης ενός ιστορικού Συλλόγου εργαζόμενων από την έδρα του, με κάθε φορά εναλλασσόμενα και όλως προσχηματικά επιχειρήματα, συνιστά πρωτίστως προσβολή. Το Υπουργείο προσβάλλει κατάφωρα το βασικό σώμα των επιστημόνων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, στους οποίους στηρίζεται και τους οποίους αποκαλεί «συνεργάτες», κάθε φορά που παρουσιάζει το έργο τους για να λάβει τα εύσημα σε εγκαίνια και πάσης φύσεως απολογισμούς.
Στο όνομα του Συλλόγου, η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ προσπαθεί να πλήξει, με τον πλέον απρεπή τρόπο τους μαχόμενους αρχαιολόγους, ιστορικούς τέχνης, εθνολόγους-λαογράφους, δηλαδή σε όλο το επιστημονικό προσωπικό στο οποίο οφείλει μόνον ευγνωμοσύνη.
Προς την ελληνική κοινωνία, τους χιλιάδες πολίτες, τους φορείς, τα Δημοτικά Συμβούλια, τους συλλόγους και τα Πανεπιστήμια που στήριξαν τον αγώνα μας, διαβεβαιώνουμε ότι ο Σύλλογός μας θα συνεχίσει να επιτελεί περήφανα και θαρραλέα τον επιστημονικό, συνδικαλιστικό και κοινωνικό του ρόλο όπως έκανε όλα τα χρόνια από την ίδρυση του έως σήμερα, και θα συνεχίσει να αγωνίζεται για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και για την “ζωντανή” σχέση των μνημείων με την κοινωνία».