Ο Ζακ Ντελόρ ήταν μια από τις φυσιογνωμίες του πολιτικού χώρου που ονομαζόταν δεύτερη αριστερά (ένα σκέλος της αριστερής πολιτικής στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60). Σημείο αναφοράς της νέας αριστεράς τάσης ήταν η αποστασιοποιήση από το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμα (PCF), που ήταν τότε το ηγετικό κόμμα στη Γαλλία.
Μέλος της CFTC (Γαλλική Συνομοσπονδία Χριστιανών Εργατών) από την ηλικία των 20, νομικός και οικονομολόγος, ανέλαβε πολύ γρήγορα θεσμικό και πολιτικό ρόλο. Το 1959, ως εκπρόσωπος της ως άνω Συνομοσπονδίας στο Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο, του δόθηκε η ευκαιρία να δρομολογήσει το όραμα του για μία πιο ανθρώπινη κοινωνία. Η μέθοδός του ήταν η εφαρμογή ρεαλιστικού και λογικού πραγματισμού. Και τα εργαλεία του ήταν η συμβατική πολιτική – με άλλα λόγια, ο συμβιβασμός μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ διαφωτισμένων κοινωνικών ομάδων.
Κοινωνικός σύμβουλος για ένα διάστημα του Jacques Chaban-Delmas, προέδρου της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, και μετέπειτα πρωθυπουργού, του οποίου επηρέασε το λεγόμενο έργο της «νέας κοινωνίας», στη δεκαετία του 1970, εντάχθηκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1974 και στο κίνημα του Φρανσουά Μιτεράν στο Συνέδριο του Μετςτο 1979.
Μέλος του γενικού συμβουλίου της Banque de France μέχρι το 1979, Ευρωπαίος βουλευτής, έγινε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Pierre Mauroy μετά τη νίκη του 1981. Με αυτή την ιδιότητα θα είναι ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες το 1982, του λεγόμενου σημείου καμπής «αυστηρότητας», που οδήγησε στην αποχώρηση από την κυβέρνηση των τεσσάρων κομμουνιστών υπουργών που συμμετείχαν σε αυτήν, στο όνομα της ανάγκης να παραμείνει η Γαλλία στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Tαμείο, διατηρώντας παράλληλα την εμπιστοσύνη των οικονομικών κύκλων.
Χρειάστηκε τότε, να πείσει τον πρόεδρο Μιτεράν, ότι μετά από δύο υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσει για την κίνηση του φράγκου θα ήταν η αυξημένη λιτότητα.
Τον Ιούνιο του 1984, η Σύνοδος Κορυφής του Φοντενεμπλό έδωσε τέλος σε μια σειρά από διαμάχες –κυρίως με τη Βρετανία– που επηρέαζαν την ζωή των πολιτών στα δέκα κράτη-μέλη της Ένωσης.
Ήταν, τότε που ο Jean-Jacques Delors αποφάσισε να περιοδεύσει στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για να προτείνει τρεις ιδέες: ένα κοινό νόμισμα, μια κοινή άμυνα και τον εκδημοκρατισμό των θεσμών.
Καμία από αυτές τις ιδέες δεν έτυχε ομόφωνης αποδοχής, έτσι περιορίστηκε στην ιδέα ενός κοινού χώρου χωρίς σύνορα, καθώς και της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών, κεφαλαίων και ανθρώπων. Αυτή η προσέγγιση έβαζε την οικονομία πάνω από την πολιτική και ήταν η ίδια προσέγγιση και η ίδια στρατηγική που είχαν και οι ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το 1957.
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι παράλληλα με το πάθος του για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, τον χαρακτήριζε μία ισχυρή δέσμευση απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα και μία αντίθεση στην κοινωνική ανισότητα. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται η έκκληση του στους Βρετανούς εργαζόμενους στο Συνέδριο των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων (TUC) το 1968 να συμμετάσχουν στη μάχη για κοινωνική δικαιοσύνη στην ΕΕ.
Όταν ανέλαβε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 1985 ήταν διάχυτος ο φόβος ότι η αρχική δυναμική της πορείας προς μία ολοένα και πιο ενωμένη Ευρώπη είχε υποχωρήσει.
Ως Πρόεδρος της εκτελεστικής εξουσίας της ΕΕ, συνεργάστηκε στενά με τη Στρογγυλή Τράπεζα των Ευρωπαίων Βιομηχάνων, συγκεντρώνοντας τους ηγέτες των μεγάλων πολυεθνικών της ηπείρου.Το 1988, επιβεβαίωσε ρητά την επιλογή του για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, επαναλαμβάνοντας την ανεπιφύλακτη υποστήριξή του στους «βιομήχανους». Ήταν πεπεισμένος τότε, ότι έτσι θα είναι δυνατό, μια μέρα, να οικοδομηθεί η κοινωνική Ευρώπη.
Δύο νόμοι καθόρισαν τη 10ετή προεδρία του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή: η Ενιαία Πράξη, που υπεγράφη από 12 χώρες το 1986, η οποία άνοιξε το δρόμο προς την ενιαία αγορά και η Συνθήκη του Μάαστριχτ, τον Δεκέμβριο του 1991, που δημιούργησε την νομισματική ένωση. Είδε την ενιαία αγορά ως μέρος μιας ευρύτερης «οικονομικής και κοινωνικής εταιρικής σχέσης» σε επίπεδο ΕΕ και ένα βήμα προς ένα ενιαίο νόμισμα.
Αυτοί οι δύο νόμοι ήταν καθοριστικοί για το ευρωπαϊκό εγχείρημα και σηματοδοτούσαν τη χρυσή εποχή μιας προσέγγισης που βασίζεται στην κοινότητα.
Η έλευση όμως του ενιαίου νομίσματος σηματοδότησε την αρχή των αμφιβολιών. Το «όχι» στο δημοψήφισμα της Δανίας και οι παθιασμένες συζητήσεις στη Γαλλία για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ φανέρωσαν τις αδυναμίες μιας κοινωνικής Ευρώπης. Αργότερα, θα ήταν το σκηνικό της νομισματικής ένωσης που θα ανησυχούσε τονΝτελόρ: «Δεν υπάρχει ενιαίο νόμισμα χωρίς συντονισμό των οικονομικών πολιτικών», προειδοποίησε.
Η επέκταση της Ευρώπης και η απώλεια αποτελεσματικότητας στις αποφάσεις που έλαβε ο ίδιος οδήγησε σε μία νέα πρόκληση. Στο τέλος της θητείας του, τον Δεκέμβριο του 1993, δημοσίευσε μια Λευκή Βίβλο για την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση. Ήταν ένα είδος διαθήκης στην οποία επεσήμανε τις αδυναμίες της ευρωπαϊκής οικονομίας: τεράστια ανεργία και ανεπαρκής ανταγωνιστικότητα.
Απομακρυνόμενος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ήταν τότε που κλήθηκε έντονα και μάλιστα πιέστηκε να «κάνει το καθήκον του» από το Σοσιαλιστικό Κόμμα για να είναι υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας. Δεν ενέδωσε όμως, δεδομένων των διαφοροποιημένων προσεγγίσεων εντός του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της δυσκολίας να συγκεντρώσει μια επαρκή πλειοψηφία για να πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που ήθελε, φέρνοντας ανοιχτά τις οικονομικές του επιλογές.
Όπως και να έχει όμως, παραμένει μια σταθερή φιγούρα στις επιλογές του, ένας Ευρωπαίος απόλυτα πεπεισμένος ότι ο δρόμος που ακολουθούσε ήταν ένας σωστός δρόμος. Η δέσμευση του Ντελόρ στην ΕΕ δεν αντανακλούσε μόνο μία οικονομική αναγκαιότητα – αγωνίστηκε για τα δικαιώματα στο χώρο εργασίας και την κοινωνική δικαιοσύνη. Προγράμματα όπως το πρόγραμμα Erasmus, για την προώθηση της εκπαίδευσης, της κατάρτισης και του αθλητισμού πέρα από τα σύνορα της ΕΕ, θεωρήθηκαν ως δομικά στοιχεία για μια δημοκρατική ευρωπαϊκή πολιτική.
Οι μεγαλύτερες μάχες του δόθηκαν για να εξασφαλίσει την αποδοχή μιας διαδοχικής αλλαγής των Συνθηκών της ΕΕ. Επέμεινε ότι οι περισσότερες εξουσίες για την εκτελεστική εξουσία της ΕΕ πρέπει να εξισορροπηθούν με μεγαλύτερες εξουσίες για το δημοκρατικά εκλεγόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Μία μάχη η οποία δεν έχει ακόμη κατακτηθεί, καθώς παρά την ενίσχυση της θέσης του Ευρωκοινοιβουλίου με την Συνθήκη της Λισαβόνας, παραμένει και σήμερα η ετεροβαρής σχέση μεταξύ των δύο νομιμοποιητικών διαύλων της Ένωσης – Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Συμβούλιο Υπουργών από την μία πλευρά και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από την άλλη – το οποίο αξίζει να σημειωθεί ότι δεν διαθέτει ούτε νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί προνόμιο της Ε. Επιτροπής.
Όνειρό του Ντελόρ ήταν μία ομοσπονδιακή Ευρώπη – μία ομοσπονδία των Εθνών – Κρατών, που θα χτιζόταν βήμα-βήμα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ήταν φεντεραλιστής.
Ήταν αναμφίβολα ένας οραματιστής μίας ενωμένης, ανοιχτής, δυναμικής και ευημερούσας Ευρωπαϊκής Ένωσης και εργάστηκε για την Ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Ευαγγελιζόταν μία κοινωνία διαλόγου και εμπιστοσύνης, μία οικονομία που δεν θα ξεχνούσε την κοινωνική πτυχή. Ως παθιασμένος ευρωπαίος και ιδρυτής της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης, άφησε το στίγμα του στην εποχή του.
Σύμφωνα με τον Jean-Luc Mélenchon, πρόεδρο του Κόμματος για την Ανυπότακτη Γαλλία (LFI),: «ο Ζακ Ντελόρ ήταν σοσιαλιστής της γενιάς που είχε ένα ιδανικό. Όσο απόμακροι κι αν ήμασταν, χαιρετίζω τον ακτιβιστή και τον άνθρωπο της δράσης που έδρασε με γνώμονα το κοινό καλό».