Για τις ευθύνες του Λιμενικού μιλούν διεθνείς οργανισμοί, φορείς και συλλογικότητες αλληλέγγυων, δικηγόροι των θυμάτων και οι ίδιοι οι διασωθέντες, μέχρι και ο Συνήγρορος του Πολίτη ξεκίνησε δική του έρευνα αφού το Λιμενικό δεν κάνει το παραμικρό. Κι όμως η ελληνική δικαιοσύνη κάνει πως δεν βλέπει και δεν ακούει.
Αυτή τη φορά είναι η Διεθνής Αμνηστία και η Human Rights Watch που σε έκθεσή τους, φιλοξενούνται μαρτυρίες από 21 επιζώντες, 5 συγγενείς αγνοουμένων, αλλά και συνεντεύξεις από εκπροσώπους του Λιμενικού και της ΕΛ.ΑΣ., από μη κυβερνητικές οργανώσεις, τον ΟΗΕ και διεθνείς φορείς και οργανισμούς.
Με βάση τα ευρήματα, οι ελληνικές αρχές, τις 15 ώρες που μεσολάβησαν από τη λήψη του πρώτου συναγερμού ότι το αλιευτικό «Adriana» βρισκόταν εντός της δικής τους περιοχής έρευνας και διάσωσης και μέχρι την ανατροπή του σκάφους, παρέλειψαν να κινητοποιήσουν τα κατάλληλα μέσα για τη διάσωση.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, οι αρχές είχαν προφανώς επίγνωση των δεικτών κινδύνου, όπως η υπερφόρτωση του σκάφους και η ανεπάρκεια σε τρόφιμα και νερό και, σύμφωνα με τα λεγόμενα των επιζώντων, γνώριζαν ότι υπήρχαν νεκροί πάνω στο σκάφος και αιτήματα για διάσωση.
Οι μαρτυρίες των επιζώντων αμφισβητούν επίσης τον ισχυρισμό των αρχών ότι οι επιβαίνοντες στο «Adriana» δεν επιθυμούσαν τη διάσωση, κάτι που ούτως ή άλλως δεν θα απάλλασσε το Λιμενικό Σώμα από την υποχρέωσή του να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την κατοχύρωση της ασφάλειας στη θάλασσα. Οι επιζώντες δήλωσαν σταθερά ότι έκαναν επανειλημμένα έκκληση για διάσωση, ακόμα και στο ίδιο το Λιμενικό Σώμα.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι επιζώντες δήλωσαν ότι πλωτό περιπολικό του Λιμενικού Σώματος προσέδεσε σχοινί στο «Adriana» και άρχισε να το ρυμουλκεί, με αποτέλεσμα την ανατροπή του αλιευτικού. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι, μετά την ανατροπή του αλιευτικού, το σκάφος του Λιμενικού άργησε να ενεργοποιήσει τις επιχειρήσεις διάσωσης, απέτυχε να μεγιστοποιήσει τον αριθμό των διασωθέντων, και επιδόθηκε σε επικίνδυνους ελιγμούς.
Μεταξύ άλλων, ξεχωριστές έρευνες από τον ανεξάρτητο οργανισμό Solomon, τη διεπιστημονική ερευνητική πλατφόρμα Forensis, τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς New York Times, Der Spiegel, El País, Lighthouse Reports και Washington Post τεκμηρίωσαν παρόμοιους ισχυρισμούς.
Σύμφωνα με τις οργανώσεις, η φύση των υπό εξέλιξη δικαστικών ερευνών στην Ελλάδα εγείρει ανησυχίες όσον αφορά τις προοπτικές λογοδοσίας για το ναυάγιο. Εννέα επιζώντες, επί του παρόντος υπό κράτηση, αντιμετωπίζουν βαριές κατηγορίες από τις δικαστικές αρχές της Καλαμάτας, μεταξύ άλλων για πρόκληση ναυαγίου. Παράλληλα, το Ναυτοδικείο ξεκίνησε έρευνα τον Ιούνιο σχετικά με τη δυνητική ευθύνη του Λιμενικού Σώματος, ενώ, τον Σεπτέμβριο, 40 επιζώντες κατέθεσαν μήνυση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου ισχυριζόμενοι ότι οι ελληνικές αρχές ήταν υπεύθυνες για το ναυάγιο. Δεν είναι σαφές πώς τα ευρήματα του ενός δικαστηρίου μπορεί να επηρεάσουν το άλλο δικαστήριο.
Όπως τονίζεται, οι μαρτυρίες των επιζώντων επισημαίνουν πιθανές σοβαρές δικονομικές ελλείψεις που ενδέχεται να επηρεάσουν και τις δύο έρευνες, μεταξύ άλλων την κατάσχεση των κινητών τηλεφώνων επιζώντων, εκ των οποίων κάποια μπορεί να περιέχουν βασικά στοιχεία σχετικά με τα συμβάντα.
Μόλις στα τέλη Σεπτεμβρίου, η εισαγγελία του Ναυτοδικείου έδωσε εντολή να κατασχεθούν τα κινητά τηλέφωνα στελεχών του Λιμενικού Σώματος, τα οποία είναι δυνατόν να περιέχουν επίσης στοιχεία, ενώ μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου μόνο 13 επιζώντες είχαν κληθεί να δώσουν κατάθεση.
Τον Νοέμβριο, ο Έλληνας Συνήγορος του Πολίτη ξεκίνησε έρευνα για τις ενέργειες του Λιμενικού Σώματος, κάνοντας αναφορά στη ρητή άρνηση του Λιμενικού Σώματος να ξεκινήσει εσωτερική πειθαρχική έρευνα.
H Ευρωπαία Συνήγορος του Πολίτη ξεκίνησε έρευνα σχετικά με τον ρόλο του ευρωπαϊκού οργανισμού για τα σύνορα, της Frontex, της οποίας το αεροσκάφος αρχικά εντόπισε το αλιευτικό σκάφος, ενώ ο υπεύθυνος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Frontex διεξάγει τη δική του έρευνα.
Συμβάλλοντας στην έρευνα της Ευρωπαίας Συνηγόρου, η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποστηρίζουν ότι η Frontex θα έπρεπε να είχε συνεχίσει την παρακολούθηση του «Adriana» και να είχε εκδώσει κλήση κινδύνου.
Η Frontex δήλωσε στις οργανώσεις ότι αρμόδιες για τον συντονισμό των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης είναι οι εθνικές αρχές, καθώς και ότι δεν εξέδωσε κλήση κινδύνου επειδή δεν αξιολόγησε την κατάσταση ως «επικείμενο κίνδυνο για την ανθρώπινη ζωή».
Το ελληνικό Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής απάντησε στις επιστολές των οργανώσεων δηλώνοντας ότι η προστασία της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα αποτελεί την «ύψιστη επαγγελματική και ηθική υποχρέωσή του» και ότι το Λιμενικό Σώμα και το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης του Πειραιά συμμορφώνονται με το νομικό και λειτουργικό πλαίσιο που ισχύει για τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης.
Ωστόσο, κατά την αναφορά στις συνεχιζόμενες δικαστικές και διοικητικές έρευνες, το Λιμενικό Σώμα αρνήθηκε να απαντήσει στις σχετικές ερωτήσεις των οργανώσεων ή να σχολιάσει τα ευρήματά τους.
«Οι ιστορικές αποτυχίες των ερευνών της Ελλάδας για ναυάγια στα οποία εμπλέκονται άνθρωποι σε κίνηση και η εκτεταμένη ατιμωρησία για συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορά της εγείρουν ανησυχίες ως προς την επάρκεια των εν εξελίξει δικαστικών ερευνών σχετικά με την τραγωδία της Πύλου», δήλωσαν το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η Διεθνής Αμνηστία.
Το 2022, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα για τις πλημμελείς προσπάθειες διάσωσης και τις παραλείψεις στις επακόλουθες έρευνες για το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι το 2014, όπου 11 άτομα έχασαν τη ζωή τους.