ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ: «ΠΕΡΙΣΤΕΛΛΟΝΤΑΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΥΠ. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ»

Η Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, η οποία συνεδρίασε χθες στα Καμμένα Βούρλα, εκφράζει την έντονη αντίθεσή της τόσο ως προς το περιεχόμενο του υπό δημόσια διαβούλευση νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις ρυθμίσεις στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσο και ως προς τη διαδικασία διαβούλευσης.

Όπως τονίζεται σε σχετική ανακοίνωση, το συγκεκριμένο Σχέδιο Νόμου υποβαθμίζει την προφορικότητα της διαδικασίας και στερεί σε αρκετές περιπτώσεις το δικαίωμα παράστασης των πληρεξουσίων δικηγόρων.

Ταυτόχρονα, τίθενται στους διαδίκους περιορισμοί ως προς τις προθεσμίες άσκησης διαδικαστικών δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα οι διάδικοι επιβαρύνονται με το κόστος των επιδόσεων.

Επιπλέον υπογραμμίζουν ότι οι σχετικές ρυθμίσεις περιστέλλουν τα δικονομικά δικαιώματα των διαδίκων, οδηγούν σε στέρηση του δικαιώματος ακρόασης και φαλκιδεύουν ουσιαστικά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών.

«Η επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης αποτελεί αναγκαιότητα και ιδίως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο κατέχει τη χειρότερη επίδοση στις καθυστερήσεις στη διοικητική δίκη», τονίζουν οι δικηγορικοί σύλλογοι, σκατακρίνοντας τη διαδικασία διαβούλευσης του Σχεδίου Νόμου, αφού όπως επισημαίνουν, «συντάχθηκε αποκλειστικά και μόνο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, έγινε αποδεκτό από το Υπουργείο και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη ενημέρωση ή διαβούλευση με το δικηγορικό σώμα και τους λοιπούς εμπλεκόμενους στη διοικητική δίκη φορείς».

Αναλυτικότερα, η ανακοίνωση της Ολομέλειας των δικηγόρων αναφέρει:

«Η Ολομέλεια εκφράζει την έντονη αντίθεσή της τόσο ως προς το περιεχόμενο του υπό δημόσια διαβούλευση Σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την τροποποίηση του ΠΔ 18/1982, που αφορά στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και ως προς τη διαδικασία διαβούλευσης.

Ειδικότερα, το άνω Σχέδιο Νόμου υποβαθμίζει την προφορικότητα της διαδικασίας και στερεί σε αρκετές περιπτώσεις το δικαίωμα παράστασης των πληρεξουσίων δικηγόρων.

Ταυτόχρονα, τίθενται στους διαδίκους περιορισμοί ως προς τις προθεσμίες άσκησης διαδικαστικών δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα οι διάδικοι επιβαρύνονται με το κόστος των επιδόσεων.

Οι σχετικές ρυθμίσεις περιστέλλουν τα δικονομικά δικαιώματα των διαδίκων, οδηγούν σε στέρηση του δικαιώματος ακρόασης και φαλκιδεύουν ουσιαστικά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών. Η επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης αποτελεί αναγκαιότητα και ιδίως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο κατέχει τη χειρότερη επίδοση στις καθυστερήσεις στη διοικητική δίκη.

Σύμφωνα με πρόσφατη Έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Euroscoreboard για το έτος 2024 ο χρόνος απονομής στην διοικητική δίκη το έτος 2022 για τον πρώτο βαθμό ήταν 464 ημέρες, για το δεύτερο βαθμό 661 ημέρες και για το ΣτΕ στον πρωτοφανή αριθμό των 1239 ημερών, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν αντίστοιχα 166, 152 και 265 ημέρες και τούτο, παρά τις ρυθμίσεις και τις δυνατότητες που παρέχει ο ν. 3900/2010 και τα “φίλτρα” που έχουν τεθεί (πχ απαράδεκτο ενδίκου βοηθήματος στην περίπτωση αντίθεσης με νομολογία ΣτΕ).

Η επίλυση του ζητήματος της επιτάχυνσης συνδέεται πρώτα από όλα με την έγκαιρη έκδοση των αποφάσεων και την πλήρη ψηφιοποίηση των υπηρεσιών. Δεν μπορεί να συνδέεται μονοδιάστατα με την περιστολή των δικονομικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων των διαδίκων και την αύξηση του κόστους πρόσβασης στη Δικαιοσύνη και δεν αντιμετωπίζεται με προβλέψεις τύπου περιορισμού των σελίδων των δικογράφων, επιλογής γραμματοσειράς κοκ. Η ενεργοποίηση των (κατά βαθμό) Εισηγητών ως εισηγητών της υπόθεσης- η οποία που είναι θετική ρύθμιση, δεν αρκεί.

Ως προς τη διαδικασία διαβούλευσης του Σχεδίου Νόμου, επισημαίνουμε ότι τούτο συντάχθηκε αποκλειστικά και μόνο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, έγινε αποδεκτό από το Υπουργείο και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη ενημέρωση ή διαβούλευση με το δικηγορικό σώμα και τους λοιπούς εμπλεκόμενους στη διοικητική δίκη φορείς.

Παρακολουθούμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτή την έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ Υπουργείου Δικαιοσύνης και Συμβουλίου της Επικρατείας. Διαμηνύουμε δε, προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν θα αποδεχθούμε νομοθετικές πρωτοβουλίες σε ζητήματα που μας αφορούν, χωρίς τη συμμετοχή μας».