Ανακοίνωση του Τομέα Δικαιωμάτων και Μεταναστευτικής Πολιτικής του ΜέΡΑ25: «Πέρασε ένας χρόνος από το ειδεχθές ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου, μια από τις πιο μελανές στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας, όπου πάνω από 600 άνθρωποι πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν την Ευρώπη – φρούριο, μεταξύ τους πολλές γυναίκες και παιδιά».
Σύμφωνα με το ΜέΡΑ25, «η υπηρεσιακή κυβέρνηση κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος ρίχνοντας ευθύνες εκ προοιμίου στους αδίστακτους διακινητές χωρίς να γίνει η όποια αναφορά στις ρατσιστικές πολιτικές των αναγκαστικών επιστροφών που εφαρμόζει η Ελλάδα στα σύνορα κατ’ εντολή και σε πλήρη σύμπνοια με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
Επίσης τονίζει ότι «ζήσαμε τον πλήρη αποπροσανατολισμό της δικαστικής έρευνας με την απόδοση κατηγοριών για την πρόκληση ναυαγίου από τις ελληνικές αρχές σε 9 Αιγύπτιους επιζώντες, που ήταν και αυτοί πρόσφυγες και διακινούμενοι».
«Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, επέμενε να υποκαθιστά τις δικαστικές αρχές βγάζοντας δικό του πόρισμα για τις ευθύνες των κατηγορουμένων, πολλούς μήνες πριν την ολοκλήρωση της δικαστικής έρευνας, και υποστηρίζοντάς το στις πιο σημαντικές συνεντεύξεις που έδωσε σε διεθνή ΜΜΕ, όπως για παράδειγμα στο BBC», σημειώνεται στην ανακοίνωση, ενώ επισημαίνεται ότι «παρακολουθήσαμε την απόλυτη μονοφωνία του κυβερνητικού αφηγήματος στα ελληνικά συστημικά ΜΜΕ που υπηρέτησαν τη συγκάλυψη των πραγματικών ενόχων υποστηρίζοντας για μια ακόμα φορά το δόγμα της ασφάλειας».
Το ΜέΡΑ25 αναφέρεται και στην αθώωση των 9 Αιγυπτίων στην σχετική δίκη που έγινε στις 21 Μαΐου 2024 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Καλαμάτας, υπογραμμίζοντας πως «οι δικηγόροι των κατηγορούμενων κατήγγειλαν σοβαρά ελλείμματα ως προς τη μη τήρηση ουσιαστικών και διαδικαστικών εγγυήσεων, και δη, στη λήψη των καταθέσεων, στην διερεύνηση των συνθηκών του ναυαγίου αλλά και εμπόδια στην άσκηση των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων».
Επιπλέον τονίζει ότι «κατά την προσφιλή τους τακτική τα ΜΑΤ έξω από το Εφετείο άσκησαν απρόκλητη βία στον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί για να ζητήσει απονομή δικαιοσύνης».
Στην ανακοίνωση αναφέρονται επίσης τα εξής:
«Ο ρατσισμός διαπνέει την κρατική πολιτική που εφαρμόζεται στην Ελλάδα και αφορά το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα. Η χώρα μας χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να εφαρμόζει παράνομες πολιτικές επαναπροώθησης, να υψώνει κάθε φορά ισχυρότερο φράχτη στον Έβρο, να οπλίζεται με τα πιο σύγχρονα συστήματα επιτήρησης στα σύνορα, να προσλαμβάνει τον μεγαλύτερο αριθμό συνοριοφυλάκων, να υποδέχεται με τις χειρότερες συνθήκες όσες και όσους καταφέρνουν να πλησιάσουν τις ελληνικές αρχές και να ζητήσουν άσυλο, να τους πνίγει στην γραφειοκρατία και την αναμονή, να αποδυναμώνει κάθε φορά τις ενταξιακές πολιτικές, να ενθαρρύνει την άρνηση παροχής ιατρικών υπηρεσιών και τα εθνικιστικά παραληρήματα έξω από τα σχολεία μας.
Ο ρατσισμός που εφαρμόζεται από την ελληνική και την ευρωπαϊκή κεντρική πολιτική θεριεύει το νεοφασισμό, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ. Τα πρόσφατα αποτελέσματα των ευρωεκλογών ανέδειξαν και πάλι την ακροδεξιά ως ανερχόμενη δύναμη. Πρόκειται για μια φυσική συνέπεια, όταν η ρητορική της κανονικοποιείται από την κεντρική πολιτική εξουσία, και μάλιστα πέρα από κάθε όρο νομιμότητας. Δεν είναι δυνατόν να ανακόψουμε την άνοδο του φασισμού, αν δεν αντιταχθούμε στις ρατσιστικές πολιτικές που εφαρμόζονται στα σύνορά μας και αν δεν δώσουμε διαφορετικό νόημα στο τι τελικά σημαίνει ασφάλεια.
Αν η κυβέρνηση ενδιαφέρεται να ανακόψει τη δράση των διακινητών, μπορεί να δημιουργήσει ασφαλή περάσματα, να ενισχύσει με προσωπικό την Υπηρεσία Ασύλου και να καταργήσει κάθε πολιτική που καθιστά τη διακίνηση των ανθρώπων αντικείμενο εκμετάλλευσης. Αυτή θα ήταν μια γενναία αντίδραση στην ντροπή που νιώθουμε ως Ευρωπαίοι και Ευρωπαίες για το ναυάγιο της Πύλου και για τα τόσα προηγούμενα ναυάγια που έχουν γίνει στις θάλασσές μας.
Στην ουσία της απόδοσης ευθυνών απέναντι στη συγκάλυψη ο Τομέας Δικαιωμάτων και Μεταναστευτικής Πολιτικής του ΜέΡΑ25 καλεί την ελληνική δικαιοσύνη να διερευνήσει τις ευθύνες των πολιτικά προισταμένων του λιμενικού και της ηγεσίας του, ασκώντας ποινικές διώξεις για την πρόκληση του ναυαγίου, τόσο μέσω παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας διάσωσης όσο και μέσω της επιχείρησης ρυμούλκησης του αλιευτικού που είχε ως άμεση συνέπεια την ανατροπή και βύθισή του.
Καλούμε την ελληνική πολιτική ηγεσία να εξασφαλίσει τη νόμιμη και απρόσκοπτη παραμονή των επιζώντων του ναυαγίου στην Ελλάδα, ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω εργαλειοποίησή τους και οι μαρτυρίες τους να βοηθήσουν το έργο της δικαιοσύνης».