Στη μνήμη ενός μάρτυρα αξιοπρέπειας… Σαν σήμερα το 2012 αυτοκτόνησε ο Δημήτρης Χριστούλας. .
Ήταν 4 Απριλίου του 2012 όταν ο φαρμακοποιός Δημήτρης Χριστούλας αυτοκτόνησε μπροστά από το ελληνικό Κοινοβούλιο, στην πλατεία Συντάγματος, εν μέσω της κορύφωσης της περιόδου της δημοσιονομικής κρίσης που εξόντωσε οικονομικά και ψυχολογικά, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, μιας κρίσης που δεν τελείωσε ποτέ.
Ο Δημήτρης Χριστούλας εκείνη τη μέρα βγήκε από το μετρό, κάθισε στη ρίζα ενός δέντρου, έστρεψε το πιστόλι που κρατούσε στον εαυτό του και πυροβόλησε, με πιστεύοντας πως έτσι θα αφυπνίσει τον κόσμο προς την κατεύθυνση που ο ίδιος θεωρούσε ορθή.
Αυτή «η έσχατη πράξη του ήταν μια πράξη βαθιά πολιτική, όπως βαθιά πολιτικό είναι και το μήνυμά του», τόνιζαν σε κείμενο τους συμπολίτες του που τον γνώριζαν.
Στο σημείωμα που είχε στην τσέπη του έγραφε:
«Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου εκμηδένισε κυριολεκτικά τη δυνατότητα επιβίωσής μου που στηριζόταν σε μια αξιοπρεπή σύνταξη που επί 35 χρόνια εγώ μόνον (χωρίς ενίσχυση κράτους) πλήρωνα γι΄αυτήν.
Επειδή έχω μια ηλικία που δεν μου δίνει την ατομική δυνατότητα δυναμικής αντίδρασης (χωρίς βέβαια να αποκλείω αν ένας Έλληνας έπαιρνε το καλάσνικωφ ο δεύτερος θα ήμουν εγώ) δεν βρίσκω άλλη λύση από ένα αξιοπρεπές τέλος πριν αρχίσω να ψάχνω τα σκουπίδια για την διατροφή μου.
Πιστεύω πως οι νέοι χωρίς μέλλον, κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα και στην πλατεία Συντάγματος θα κρεμάσουν ανάποδα τους εθνικούς προδότες, όπως έκαναν το 1945 οι Ιταλοί στον Μουσολίνι (Πιάτσα Πορέτο του Μιλάνου).»
Η κόρη του, Έμμυ αποχαιρετώντας τον πατέρα της, έγραψε:
“Πατέρα, Σύντροφε…
Γεννήθηκες με ένα πειρασμό: ν’ αλλάξεις τον κόσμο!…Γιατί καταλάβαινες ότι τούτος ο κόσμος είναι πολύ κακός για να είναι οριστικός.
Περπάτησες ναρκοθετημένες δεκαετίες, της πτήσης και τελικά της πτώσης της γενιάς σου, μα άντεχες!
Ξόδεψες ολόκληρη την περιουσία σου, το πεπαιδευμένο μυαλό σου σε ιδέες ευγενικές για ουράνια τόξα αλλά ήλθαν οι καταιγίδες, μα άντεχες!
Αυτό που πίστεψες το θεώρησες αθάνατο κι ανθεκτικό, ενώ αυτό αποδεικνυόταν θνητό και ευάλωτο, μα άντεχες!
Κάθε φορά που χάναμε είχες τη φούρια των προσεχών αγώνων, των μελλοντικών ρεβάνς αλλά ξαναχάναμε, μα άντεχες!
Είδες τους ποιητές μας να τους σκοτώνουν μεγάλες αντένες, είδες επίσημα βολέματα και πολλών αργυρίων προδοσίες, μα άντεχες!
Το όραμά σου παρέμενε πάντα ως κάποτε, ως προσδιορισμός της επιθυμίας σε επόμενο χρόνο, σίγουρα μακρινό, μα άντεχες!
Έβαζες το αυτί σου στο πονεμένο έδαφος της ανθρωπότητας, άκουγες θορύβους, άκουγες προετοιμασίες πολυπόθητων πράξεων και μετά σιωπή, μα άντεχες!
Τέτοιες μέρες να σε πολιορκούν χρόνια τώρα κι εσύ ν’ αντέχεις… Όπως το Καλοκαίρι στην πλατεία συντάγματος, που εισχωρούσες στις νεανικές παρέες κάθε βράδυ κι αναβάπτιζες το χρόνο σε στιγμές που δε θυσιάστηκαν ακόμα. Τότε έλεγες «όλα είναι μπροστά»!…
Όμως, πατέρα, ο καιρός αποσύρθηκε. Μετατράπηκε σε ένα ακόμη παρελθόν, σ’ ένα ακόμη τέλος. Στο πιο σκληρό και επικίνδυνο τέλος.
Αυτό πατέρα δεν το άντεξες.
Σου ήταν αδιανόητο να σκοτώνουν την ελευθερία, τη Δημοκρατία, την αξιοπρέπεια!
Σου ήταν αδιανόητο να ορθώνουν γύρω μας τον κλοιό του πιο σκληρού κοινωνικού και πολιτικού απαρτχάιντ.
Σου ήταν αδιανόητο να εκχωρούν την ανεξαρτησία και να εκχωρούν τα κλειδιά της πατρίδας μας.
Σου ήταν αδιανόητο η Ελλάδα να μην αναγνωρίζει τα παιδιά της και τα παιδιά της να μην αναγνωρίζουν την Ελλάδα.
Σου ήταν αδιανόητη η κτηνωδία του Καπιταλισμού να περιδιαβαίνει τις ζωές μας και γύρω μας να μην συμβαίνει τίποτε –ή σχεδόν τίποτε…
Και τότε, πήρες την απόφασή σου: Αποφάσισες να γίνεις ο φόβος, ο θάνατος, η μνήμη η ανήμερη, ο καημός της χαλασμένης μας ζωής!
Αποφάσισες να πολιορκήσεις το «κοίταζε τη δουλειά σου»!
Αποφάσισες να θρυμματίσεις τον ύπνο μας!
Αποφάσισες τα λόγια σου να γίνουν σφαίρες αμέτρητες στους αδιάφορους διαβάτες. Και είναι αυτός ο λόγος σου, πατέρα, που η πράξη σου είναι βαθύτατα πολιτική!
Η απόφασή σου δεν αποτελεί παρά «το σπάραγμα μιας ζωής που ζητάει να ζήσει!…», όπως γράφει ο Ρίτσος. Και είναι αυτός ο λόγος, πατέρα, που η πράξη σου είναι έξοχα ποιητική!
Ήρθε τώρα η ώρα των λογαριασμών. Εσύ το πλήρωσες με τη θυσία σου. Τώρα είναι η ώρα η δική μας!
Πατέρα, είναι τόσοι πολλοί σήμερα εδώ, γιατί δεν πρέπει να χαθεί ούτε ένα τόσο δα, ξέφτι από την προσδοκία σου.
Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ, για να πάρουμε το κομμάτι που μας αναλογεί από το όνειρό σου.
Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ, για να πολλαπλασιάσουμε το όνειρο, αυτό που τώρα κουβαλάμε πιο βαριά, γιατί με την απουσία σου λιγοστεύουν οι πλάτες.
Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ, γιατί όπως έγραφε το σημείωμα ενός νέου στην πλατεία συντάγματος: «είμαστε 11.000.000 ζωντανοί και το όνομά μας είναι ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ!»
Πατέρα μου, εμένα και τη σύντροφο της ζωή σου, τη μάνα, το ξέρεις, δε μας αφήνεις μετέωρες. Έχουμε πάντα στο μυαλό μας εκείνο το τελευταίο σου βλέμμα και θα είναι το απάγκιο μας όταν αγριεύουν οι μέρες και μας απειλούν.
Σύντροφε, πατέρα, μεγάλωσα πια και με αναγκάζεις να μάθω ξανά τις συλλαβές, να βάλω τα άρθρα, να φτιάξω τις προτάσεις, να ξαναψελλίσω τον κόσμο, να ανασυνθέσω τον ορίζοντα και να τον ξαναταξιδέψω αλλά όχι με μεσίστιες σημαίες, γιατί όπως εσύ μου υπογράμμισες στο τελευταίο βιβλίο που μου χάρισες στις 15 του Μάρτη και ζήτησες να γίνει το Ευαγγέλιό μου:
«…Η δίκη του τυράννου είναι η εξέγερση. Η απόφαση είναι η ανατροπή της εξουσίας του. Η ποινή, αυτή που απαιτεί η ελευθερία του λαού. Οι λαοί δεν κρίνουν όπως τα δικαστήρια. Δεν εκδίδουν καθόλου αποφάσεις. Οι λαοί ρίχνουν τον κεραυνό!»