ΖΗΤΟΥΜΕΝΗ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΩΝ ΥΠΟΚΛΟΠΩΝ. ΠΙΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

Γενική είναι η πολιτική κατακραυγή για το πρόσφατο πόρισμα του Αρείου Πάγου για την υπόθεση των υποκλοπών, καθώς η ηγεσία του ανωτάτου δικαστηρίου και συγκεκριμένοι εισαγγελικοί λειτουργοί βιάστηκαν να αρχειοθετήσουν ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά σκάνδαλα της τελευταίας πεντηκονταετίας.

Ωστόσο, τη στιγμή που η κυβέρνηση Μητσοτάκη σφυρίζει αδιάφορα (ή εμφανίζεται ακόμα και προκλητική) για την εν λόγω απόφαση του Αρείου Πάγου, κόμματα της αντιπολίτευσης δείχνουν αποφασισμένα να μην αφήσουν το σκάνδαλο να μπει στο αρχείο, ζητώντας με επιτακτικό τρόπο να έρθει στο φως η αλήθεια και να αποδοθεί δικαιοσύνη.

Παράλληλα, η αντιπολίτευση καταδικάζει την πρωτοφανή επιχείρηση συγκάλυψης του σκανδάλου με τη σφραγίδα της Νέας Δημοκρατίας, που απέρριψε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας το αίτημα πέντε κομμάτων της αντιπολίτευσης για την κλήση στη Βουλή της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Γεωργίας Αδειλίνη, του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αχιλλέα Ζήση, καθώς και τη διαβίβαση του εισαγγελικού πορίσματος.

Ο Μ. Βορίδης πήρε πάνω του την υπεράσπιση της κυβέρνησης

Aνοικτό παραμένει το μέτωπο των υποκλοπών, με τους επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης να συνεχίζουν να βάλλουν κατά του μεγάρου Μαξίμου. Στο αντικυβερνητικό μέτωπο προστέθηκαν ο ΣΦΕΑ και η ΕΣΗΕΑ. Σε όλους αυτούς ανέλαβε να απαντήσει ο Μάκης Βορίδης, με άρθρο του στην «Καθημερινή». Οπως υποστηρίζει, κρίθηκε αβάσιμη η επιχειρηματολογία ότι «για τις υποκλοπές (να) φταίει η ΕΥΠ, ο τότε εποπτεύων αυτήν Γρηγόρης Δημητριάδης και τελικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης».

Εξάλλου, συμπληρώνει, «το θέμα έχει απασχολήσει όλα τα επίπεδα θεσμικού ελέγχου που διαθέτει η Δημοκρατία μας: έχει απασχολήσει το Κοινοβούλιο, το οποίο συνεκρότησε σχετική εξεταστική επιτροπή, έχει απασχολήσει τρεις Ανεξάρτητες Αρχές, την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, και φυσικά τη Δικαιοσύνη». Και ο υπουργός Επικρατείας προσθέτει:

«Οσα θεσμικά όργανα ασχολήθηκαν με το θέμα, (Βουλή, Ανεξάρτητες Αρχές, Εισαγγελία του Αρείου Πάγου) είτε κατέληξαν ότι “αναντίλεκτα” δεν υπάρχει εμπλοκή Δημοσίων Υπηρεσιών ή Δημοσίων Λειτουργών με τις παράνομες παρακολουθήσεις, είτε στο ότι πάντως από τα συλλεγέντα στοιχεία δεν προκύπτει τέτοια εμπλοκή».

Σε άρθρο του, στο «Βήμα», την ίδια ώρα, ο Στέφανος Κασσελάκης, αφού υπενθυμίζει το προηγούμενο της τότε εισαγγελέως Εφετών, Γεωργίας Τσατάνη, που ανταποκρίθηκε σε πρόσκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, κατηγορεί τη Ν.Δ. ότι έβαλε «και την κοινοβουλευτική της σφραγίδα στην πρωτοφανή επιχείρηση συγκάλυψης του σκανδάλου των υποκλοπών.

»Μια υποκριτική και επικίνδυνη στάση για τη δημοκρατία, αφού το σκάνδαλο αυτό ακουμπά στον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος», σύμφωνα με την προσέγγιση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., που δεσμεύεται ότι «εμείς θα συνεχίσουμε αταλάντευτα τον αγώνα υπεράσπισης της Δημοκρατίας, του Συντάγματος και του Κράτους Δικαίου στη Βουλή και την κοινωνία. Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια για τον συντονισμό των προοδευτικών δυνάμεων, ώστε να μην περάσει η συγκάλυψη ούτε του σκανδάλου των παρακολουθήσεων, ούτε των κυβερνητικών ευθυνών για το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη».

Αλλά και ο Νίκος Ανδρουλάκης, αρθρογραφώντας στην ίδια εφημερίδα, αναδεικνύει τρεις αλληλένδετες διαστάσεις του σκανδάλου: «Αρχικά, είναι ένα οικονομικό σκάνδαλο, καθώς η Ελλάδα εξήγαγε το παράνομο λογισμικό Predator προς αφρικανικά κράτη, επειδή το Ισραήλ απαγορευόταν να το κάνει απευθείας. Με την υπογραφή του σημερινού διευθυντή της Νέας Δημοκρατίας και τότε γενικού γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών.

»Εξυπηρετήθηκαν, δηλαδή, ισχυρά οικονομικά συμφέροντα με μια εντυπωσιακή αδιαφορία για το γεγονός ότι μια χώρα με φιλελεύθερη κυβέρνηση εξάγει παράνομο λογισμικό σε αυταρχικά καθεστώτα βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή πολιτών σε αυτά τα κράτη.

»Κατά δεύτερον, πρόκειται για ένα σκάνδαλο παρακολούθησης και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς παρακολουθούνταν την ίδια στιγμή από μυστικές υπηρεσίες και ιδιώτες, στελέχη της αντιπολίτευσης, Υπουργοί της κυβέρνησης, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, υψηλόβαθμοι αστυνομικοί, εισαγγελείς, ακόμα και ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων!

»Τέλος, κατέστη σαφές ότι έχουμε να κάνουμε και με ένα σκάνδαλο συγκάλυψης. Πρώτα η Νέα Δημοκρατία με τη βοήθεια του κ. Βελόπουλου άλλαξε τη σύνθεση της ΑΔΑΕ για να ανακόψει τον έλεγχό της. Επειτα, η ΕΥΠ αρνήθηκε να εφαρμόσει την απόφαση του ΣτΕ, που πετύχαμε με τον νομικό μας αγώνα και όριζε να ενημερωθώ εγγράφως για τον τυπικό λόγο της παρακολούθησής μου», υπογραμμίζει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.

Ο Ανένδοτος Δούκα

Αλλά και ο ανθυποψήφιος του κ. Ανδρουλάκη για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, Χάρης Δούκας, με άρθρο του στην «One Voice», ζητά «να ανοίξει ένας νέος κύκλος εκδημοκρατισμού των θεσμών. Να ξεκινήσει ένας “Ανένδοτος”», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.

Παρών στο προοδευτικό προσκλητήριο, ο Αλέξης Χαρίτσης επισημαίνει και αυτός ότι «πρέπει να μιλάμε για δύο σκάνδαλα: Το σκάνδαλο των υποκλοπών και το σκάνδαλο της συγκάλυψής τους. Το κυβερνητικό επιτελείο κακώς πανηγυρίζει, θεωρώντας ότι η υπόθεση έκλεισε. Η υπόθεση είναι ανοιχτή και θα μείνει ανοιχτή. Γιατί δεν θα κάνουμε βήμα πίσω στον αγώνα για την πλήρη αποκάλυψη της αλήθειας και την απονομή δικαιοσύνης.

»Η υπεράσπιση της δημοκρατίας είναι αδιαπραγμάτευτη. Σε αυτήν την κατεύθυνση, η συνεργασία της προοδευτικής αντιπολίτευσης είναι απαραίτητη. Στο άνοιγμα του ζητήματος στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας έγινε ένα πρώτο βήμα, αλλά δεν φτάνει», διαμηνύει.

«Νομικό εφεύρημα»

Πέρα από τα κόμματα, με μια σκληρή ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974 υποστηρίζει ότι «η ανακοίνωση της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Αδειλίνη μας ανακάλεσε τις χειρότερες μνήμες από την μετεμφυλιακή διατεταγμένη Δικαιοσύνη – πλυντήριο των δωσιλόγων και του αυταρχικού αστυνομικού κράτους της Δεξιάς. Μας παραπέμπει αυθόρμητα στην απόφαση-ξέπλυμα της “κυβερνήσεως του αίματος” (Ε.Ρ.Ε.) για τη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη – “ουδεμία ανάμειξις της Κυβερνήσεως διεπιστώθη”».

Το πόρισμα, σύμφωνα με τον ΣΦΕΑ, «νομιμοποιεί, έτσι, αναδρομικά πάνω από πενήντα χιλιάδες εισαγγελικές διατάξεις της κυβέρνησης της Ν.Δ., με το νομικό εφεύρημα ότι, αφού ο νόμος δεν απαιτεί “ειδική αιτιολογία” για την έκδοσή τους, τότε αυτές είναι ντε φάκτο νόμιμες! Και όλα αυτά σε μια περίοδο που το ελληνικό σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης αμφισβητείται τόσο από τους πολίτες όσο και διεθνώς, ενώ εκκρεμούν σημαντικές υποθέσεις (Τέμπη, ναυάγιο Πύλου, αστυνομικές δολοφονίες, κ.λπ.)».

Ανακοίνωση για το θέμα εξέδωσε, τέλος, και η ΕΣΗΕΑ: Το γεγονός ότι η εισαγγελική έρευνα υποβάθμισε, όπως αναφέρει, εξαιρετικά σημαντικά ευρήματα είναι «επιπρόσθετα ανησυχητικό διότι οπλίζει με επιχειρήματα όσους ελέγχθηκαν για τον ρόλο τους στις υποκλοπές και επιδόθηκαν σε καταχρηστικές αγωγές σε βάρος των δημοσιογράφων που προχώρησαν στις αποκαλύψεις. Πρακτικά, έχει ως συνέπεια τον εκφοβισμό δημοσιογράφων και την φίμωση της δημοσιογραφικής έρευνας για το θέμα».


Πηγή: efsyn.gr