Το πόρισμα της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου εντοπίζει άμεση σύνδεση των «Σπαρτιατών» με τον καταδικασμένο νεοναζί Ηλία Κασιδιάρη, τον οποίο και εμφανίζει ως τον πραγματικό «εγκέφαλο» του κόμματος.
Στο έγγραφό της η κα Αδειλίνη τονίζει ότι και οι 11 «Σπαρτιάτες» ήταν καθοδηγούμενοι από τον καταδικασμένο για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης πρώην χρυσαυγίτη υπαρχηγό, ο οποίος κινούσε τα νήματα ως πραγματικός αρχηγός αφού με απόφαση του Αρείου Πάγου αποκλείστηκε από τις εκλογές ο συνδυασμός «Έλληνες» που είχε καταθέσει.
Πρόκειται για την έρευνα που προσωπικά η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και «άνοιξε»μετά τις δημόσιες καταγγελίες του επικεφαλής των Σπαρτιατών, Β. Στίγκα, περί «Greek Mafia» και “Koza Nostra”, αλλά και για παράνομες παρασκηνιακές πρακτικές εντός του κόμματός του, με υπαινιγμούς για τον ρόλο Κασιδιάρη.
Ως ύποπτοι καλούνται ενώπιον του ανώτατου δικαστικού σώματος οι:
- Αθανασίος Χαλκιάς
- Χαράλαμπος Καστιβαρδάς
- Γεωργίος Μανούσος,
- Αλέξανδρος Ζερβέας,
- Ιωάννης Δημητροκάλλης
- Διονυσίος Βαλτογιάννης
- Γεωργίος Ασπιώτης,
- Μιχαήλ Γαυγιωτάκης,
- Ιωάννης Κόντης,
- Πέτρος Δημητριάδης και
- Κωνσταντίνος Φλώρος
Το εγγραφο και το σκεπτικο με βαση τα στοιχεια
Η κ. Αδειλίνη στο έγγραφό της αναφέρει χαρακτηριστικά για τους βουλευτές των Σπαρτιατών: «Συγκεκριμένα παρέστησαν από κοινού ψευδώς στους εκλογείς,προκειμένου οι τελευταίοι να ψηφίσουν τους ίδιους και το κόμμα τους ότι είναι υποψήφιοι βουλευτές του κόμματος Σπαρτιάτες με αρχηγό τον Βασίλειο Στίγκα και ακολουθούν τις αρχές του συγκεκριμένου κόμματος, του οποίου η οργάνωση και η δράση πληροί τις προϋποθέσεις της εκλογικής νομοθεσίας και εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η αλήθεια όμως ήταν ότι αυτοί είχαν επιλεγεί από τον Ηλία Κασιδιάρη και όχι από τον Βασίλειο Στίγκα, ότι χάρη στη στήριξη του πρώτου είχαν εκλεγεί βουλευτές και ότι αναγνώριζαν ως πραγματικό τους αρχηγό τον ανωτέρω, ο οποίος τους καθοδηγούσε από τις φυλακές.
Είχαν μάλιστα προ των εκλογών, εξυφάνει σχέδιο, βάσει του οποίου, αμέσως μετά την εκλογή τους θα ανέτρεπαν τον Βασίλειο Στίγκα και θα όριζαν νέο αρχηγό του κόμματος τον πλήρως ελεγχόμενο από τον Ηλία Κασιδιάρη Χαράλαμπο Κατσιβαρδά.
Επιπλέον δε, θα νέμονταν το ποσό της κρατικής επιχορήγησης, έναντι μάλιστα της οποίας το κόμμα των Σπαρτιατών είχε ήδη λάβει ποσό 40.000 ευρώ περίπου. Δηλαδή οι ανωτέρω προσέφεραν στην πραγματικότητα το κόμμα των Σπαρτιατών ως μανδύα νέου πολιτικού κόμματος στον Ηλία Κασιδιάρη, διευκολύνοντάς τον να καταστρατηγήσει τους περιορισμούς εκλογιμότητας που τάσσονται από την εκλογική νομοθεσία και δη από το άρθρο 32 του π.δ 26/2012 ως ισχύει μετά την αντικατάσταση της παρ.1 με το άρθρο 102 του νόμου 5019/2023 και την τροποποίηση του με το άρθρο 35 του νόμου 5043/2023.
Συγκεκριμένα ο Ηλίας Κασιδιάρης έχει καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό με την 2644 του 2020 απόφαση του Α Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για ένταξη και διεύθυνση της εγκληματικής οργάνωσης «Λαϊκός Σύνδεσμος- Χρυσή Αυγή» κλπ., είναι δε ιδρυτής του κόμματος «Εθνικό Κόμμα Έλληνες» η συμμετοχή του οποίου αποκλείστηκε τόσο στις εθνικές εκλογές της 21-5-2023, δυνάμει της αποφάσεως 8/2023 του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, λόγω μη συνδρομής σωρευτικά των προϋποθέσεων του άρθρου 32 παρ.1 του π.δ 26/2012 ως ισχύει, όσο και δυνάμει της αποφάσεως 95/2023 του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου στις εθνικές εκλογές της 25-6-2-23, στις οποίες επιχείρησε να συμμετέχει δολίως ως ψευδεπίγραφος συνδυασμός συνεργαζομένων υποψηφίων με την ονομασία «Έλληνες για την Πατρίδα και την Ελευθερία», με πραγματικό αρχηγό τον Ηλία Κασιδιάρη.
Κατά τις παραδοχές μάλιστα των ως άνω αποφάσεων του Αρείου Πάγου, ο Ηλίας Κασιδιάρης “δεν έπαυσε να είναι ο πραγματικός αρχηγός του κόμματος ‘Εθνικό Κόμμα Έλληνες’, το οποίο αποτελεί τη συνέχεια της Χρυσής Αυγής, ουδέποτε δε αποδοκίμασε η απεμπόλησε, έστω και κατ’ ελάχιστον την προηγούμενη- ως ηγετικό στέλεχος της Χρυσής Αυγής ρητορική μίσους , τη βίαιη και ρατσιστική δράση του, στα πλαίσια του εγκληματικού μηχανισμού του ως άνω κόμματος, αντιποιούμενου τους θεσμικούς μηχανισμούς του Ελληνικού Κράτους, την επιδιωκόμενη πολιτική κατάλυσης των δημοκρατικών θεσμών του κράτους δικαίου και την αποδοκιμασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που αναγνωρίζονται από τη δημοκρατία”. Για παράβαση των άρθρων 1,14,23 παρ.1α, 27 παρ.1, 45 ΠΚ και του άρθρου 112 παρ 2 του π.δ 26/2012 ως ισχύει».