ΜΕ… ΠΑΡΕΛΘΟΝ Η ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΠΟΥ ΡΙΧΝΕΙ ΣΤΑ ΜΑΛΑΚΑ ΤΟΝ ΜΙΧΟ 

Η δικαστικός που ρίχνει στα μαλακά τον Μίχο έχει καταγγελθεί για παράνομες συμπεριφορές και ενέργειες που «εγκυμονούσαν κινδύνους για την ψυχική και σωματική υγεία» ανηλίκου

Τις διαμαρτυρίες πολιτών είχε προκαλέσει ουκ ολίγες φορές με τη συμπεριφορά και τις ενέργειές της ως εισαγγελέας Ανηλίκων η Μαρία-Ελένη Νικολού, η οποία τις τελευταίες μέρες βρίσκεται στη δίνη του κυκλώνα με την αμφιλεγόμενη εισήγησή της για τον υπόδικο Ηλία Μίχο στη δίκη του Κολωνού.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Βαγγέλη Τριάντη στο Documento, το 2021 είχε κατατεθεί ενώπιον του υπουργείου Δικαιοσύνης και του Αρειου Πάγου έγγραφη αναφορά σε βάρος της Μ.-Ελ. Νικολού στην οποία καταγγέλλονταν συμπεριφορές που κατατείνουν στην κακοποίηση παιδικής ψυχής.

Η Μ.-Ελ. Νικολού ήταν επίσης η εισαγγελέας που είχε προκαλέσει το 2017 ουκ ολίγες αντιδράσεις για τη μεταχείριση του εξάχρονου παιδιού του Νίκου Μαζιώτη και της Πόλας Ρούπα-μελών της οργάνωσης “Επαναστατικός Αγώνας”, όταν συνελήφθησαν από αστυνομικούς της Αντιτρομοκρατικής και μεταφέρθηκε στο παιδοψυχιατρικό τμήμα του νοσοκομείου Παίδων.

Ποια είναι λοιπόν η εισαγγελέας Μαρία-Ελένη Νικολού, που για ακόμα μια φορά βρίσκεται στο επίκεντρο σκληρής κριτικής και αντιδράσεων για την εισήγησή της ως εισαγγελέα της έδρας του δικαστηρίου σε μια μείζονος κοινωνικής και νομικής σημασίας υπόθεση που έχει συγκλονίσει την ελληνική κοινωνία;

Η αναφορά σε βάρος της

Ηταν Ιούνιος του 2021 όταν δικηγόρος κατέθεσε για λογαριασμό εντολέα του έγγραφη «αναφορά καταγγελία» στο υπουργείο Δικαιοσύνης, η οποία αφορούσε συγκεκριμένες ενέργειες δύο εισαγγελέων που την περίοδο εκείνη υπηρετούσαν στην Εισαγγελία Ανηλίκων. Μία από αυτές ήταν η εισαγγελέας Μ.-Ελ. Νικολού, η οποία επί σειρά ετών υπηρετούσε στην Εισαγγελία Ανηλίκων της Αθήνας.

Η αναφορά κοινοποιούνταν στον τότε πρόεδρο και στην Εισαγγελία του Αρειου Πάγου, στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, τον Συνήγορο του Πολίτη και στους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους όλων των κομμάτων του Κοινοβουλίου προκειμένου να λάβουν γνώση.

Η καταγγέλλουσα ήταν μητέρα ενός παιδιού μόλις 11 ετών, η οποία είχε τέσσερα χρόνια αντιδικία με τον πρώην σύζυγο και πατέρα του παιδιού της σχετικά με το ποιος θα έχει την επιμέλεια. Τελικά με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η επιμέλεια ανατέθηκε στον πατέρα του παιδιού.

Η μητέρα άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία έγινε δεκτή, και η επιμέλεια ανατέθηκε στην ίδια. Ακολούθησε αναίρεση από την πλευρά του πατέρα στον Αρειο Πάγο, η οποία έγινε δεκτή και η επιμέλεια ανατέθηκε τελικά στον πατέρα. Το παιδί, ωστόσο, όπως υπογραμμίζεται στην αναφορά, «αρνείτο να έχει οποιαδήποτε σχέση με τον πατέρα του». Κάτι που είχε «δηλώσει επανειλημμένα» τόσο στην ΕΛΑΣ όσο και στο σχολείο όπου φοιτούσε.

Παρά την απόφαση του Αρειου Πάγου το παιδί εξακολούθησε να μένει με τη μητέρα και τους γονείς της.

Κάποια στιγμή η μητέρα συνελήφθη από αστυνομικούς για το αδίκημα της αρπαγής ανηλίκου. Συνοδεία των αστυνομικών μετέβη στο σπίτι των γονιών της, όπου μαζί με το παιδί οδηγήθηκαν στο Τμήμα Ανηλίκων της ΓΑΔΑ. Εκεί το παιδί υποβλήθηκε σε παιδοψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη από την πραγματογνώμονα αξιωματικό της ΕΛΑΣ που είχε εξετάσει και τη 12χρονη της υπόθεσης του Κολωνού.

Σε αυτήν η αστυνόμος κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το παιδί «εκφράζει απόλυτη στάση άρνησης όχι μόνο ως προς την άσκηση επιμέλειας από τον πατέρα του αλλά και ως προς την ελάχιστη επικοινωνία μαζί του». Επίσης το παιδί κατέθεσε και επισήμως ενώπιον ανθυπαστυνόμου της ΕΛΑΣ ότι «θέλει να μείνει με τη μαμά του και όχι με τον μπαμπά του», επειδή, όπως ισχυρίστηκε, ο μπαμπάς το «χτυπούσε» και γι’ αυτό δεν ήθελε «να έχει καμία επαφή μαζί του».

Το παιδί παρέμεινε στη ΓΑΔΑ για περισσότερες από οκτώ ώρες. Ο γολγοθάς του όμως δεν είχε τελειώσει. Οπως καταγγέλλεται αμέσως μετά τη ΓΑΔΑ, με εντολή της εισαγγελέα Νικολού, εισήχθη στο παιδοψυχιατρικό τμήμα του νοσοκομείου Παίδων προκειμένου να υποβληθεί σε νέα «παιδοψυχιατρική εκτίμηση». Παρά το γεγονός ότι λίγες ώρες πριν είχε ήδη εξεταστεί από ειδικό στη ΓΑΔΑ. Σκοπός της νέας παιδοψυχιατρικής εξέτασης ήταν, σύμφωνα με την εντολή της εισαγγελέα Νικολού, «να λάβει την απαραίτητη ψυχολογική υποστήριξη για την ομαλότερη προσαρμογή στην οικία του πατέρα του».

Απαγορευτικό στη μητέρα

Δεν ήταν όμως και τα μοναδικά πρωτοφανή που συνέβησαν εκείνη τη μέρα. Μετά την αυτόφωρη διαδικασία η μητέρα αφέθηκε ελεύθερη και μετέβη απευθείας στο νοσοκομείο Παίδων για να δει το παιδί της. Οταν έφτασε εκεί την ενημέρωσαν πως το παιδί της δεν νοσηλεύεται, ενώ «ισχυρίστηκαν ψευδώς ότι δεν έχει γίνει καν εισαγωγή του». Η μητέρα επέμεινε και την παρέπεμψαν στην κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου. Εκεί ενημερώθηκε ότι «απαγορευόταν να μπει στο δωμάτιο του παιδιού της», διότι υπήρχε σχετική εισαγγελική εντολή. Δύο ώρες μετά η μητέρα ενημερώθηκε επίσης πως «απαγορευόταν να γνωρίζει» ακόμη και το δωμάτιο όπου νοσηλευόταν το παιδί της.

Λίγες μέρες μετά η μητέρα μετέβη ξανά στο νοσοκομείο ζητώντας να της χορηγηθούν συγκεκριμένα έγγραφα σχετικά με την εισαγωγή και νοσηλεία του παιδιού της. Ωστόσο οι αρμόδιοι αρνήθηκαν, όπως ισχυρίστηκε, να παραλάβουν την αίτησή της, ισχυριζόμενοι ότι υπάρχει εισαγγελική εντολή που το απαγορεύει. Στη συνέχεια η μητέρα απευθύνθηκε στον εισαγγελέα Ακροάσεων της Ευελπίδων, ο οποίος την παρέπεμψε στην Εισαγγελία Ανηλίκων και από εκεί την παρέπεμψαν εκ νέου στον εισαγγελέα Ακροάσεων. Δηλαδή από τον «Αννα στον Καϊάφα» κι ενώ στη μέση βρισκόταν ένα 11χρονο παιδί.

Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, από την πλευρά της εισαγγελέα «καταστρώθηκε αδίστακτα, χωρίς ευαισθησία και σεβασμό απέναντι στην ψυχή ενός παιδιού, ένα ολόκληρο σχέδιο που παραπέμπει σε μεσαίωνα», ενώ υπογράμμισε πως η «βίαιη απομάκρυνση του παιδιού από την ίδια και η απαγόρευση οποιασδήποτε επικοινωνίας εγκυμονεί κινδύνους για την ψυχική και σωματική του υγεία».

Πιο αναλυτικά, στην αναφορά-καταγγελία γινόταν λόγος για «παράνομη εισαγωγή του παιδιού» στο νοσοκομείο, η οποία χαρακτηρίστηκε «εφεύρημα της Εισαγγελίας Ανηλίκων». Χαρακτήρισε μάλιστα το «εισαγγελικό εφεύρημα» ως «εκβιασμό μιας ψυχής στο να αποδεχθεί μια κατάσταση αντίθετη με την εκπεφρασμένη θέλησή του και να επιβληθεί με τη βία μέσω παιδοψυχίατρων η βούλησή του με το “ζόρι”, δηλαδή να δεχτεί να ακολουθήσει τον πατέρα του».

«Ελέγξτε τη νομιμότητα»

Για τους λόγους αυτούς η καταγγέλλουσα ζητούσε από τα αρμόδια όργανα της Δικαιοσύνης να διερευνήσουν «τη νομιμότητα των ενεργειών από την πλευρά της Εισαγγελίας Ανηλίκων καθώς και κάθε τρίτου υπεύθυνου που αναμείχθηκε και συνέβαλε στην ολοκλήρωση αυτών».

Οπως επίσης «να αποδοθούν οι ανάλογες ευθύνες στον καθέναν που συνέβαλε στις παράνομες ενέργειες εις βάρος του ανήλικου, ασκώντας καταχρηστικά και παρά τον νόμο τα καθήκοντά του, παραβιάζοντας κατάφωρα το σύνταγμα, τον νόμο και τις διεθνείς συμβάσεις για τα δικαιώματα του παιδιού». Είναι άγνωστο τι έχει συμβεί με τη συγκεκριμένη αναφορά και αν αποδόθηκαν πειθαρχικές ευθύνες στην εισαγγελέα Νικολού, η οποία πάντως λίγο αργότερα τοποθετήθηκε σε άλλο τμήμα της εισαγγελίας.

Η υπόθεση Ρούπα – Μαζιώτη και το εξάχρονο παιδί

Η Μαρία-Ελένη Νικολού ήταν επίσης η εισαγγελέας που είχε προκαλέσει το 2017 ουκ ολίγες αντιδράσεις για τη μεταχείριση του εξάχρονου παιδιού του Ν. Μαζιώτη και της Π. Ρούπα όταν συνελήφθησαν από αστυνομικούς της Αντιτρομοκρατικής.

Συγκεκριμένα το εξάχρονο παιδί είχε μεταφερθεί στο Παιδοψυχιατρικό Τμήμα του Παίδων, όπου η κοινωνική υπηρεσία ανέλαβε με εντολή της εισαγγελέα Νικολού την προσωρινή του επιμέλεια. Ωστόσο για την επιμέλεια του παιδιού είχαν καταθέσει αίτηση η μητέρα και η αδερφή της Π. Ρούπα, η οποία αρχικά δεν έγινε δεκτή.

Οι χειρισμοί της εισαγγελέα προκάλεσαν αντιδράσεις. Ομάδα αλληλέγγυων πραγματοποίησε παρέμβαση έξω από το σπίτι της αναρτώντας πανό και φωνάζοντας συνθήματα. Τελικά ύστερα από παρέμβαση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Καλαμάτας η ανάθεση της επιμέλειας δόθηκε στη θεία και τη γιαγιά του παιδιού της Πόλας Ρούπα. Η απόφαση αυτή χαιρετίστηκε από τους τότε συνηγόρους υπεράσπισης των Ρούπα και Μαζιώτη.

Οι αντιδράσεις τότε έξω από το σπίτι της εισαγγελέα Νικολού είχαν προκαλέσει την παρέμβαση της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, η οποία είχε εκδώσει ανακοίνωση με την οποία είχε καταδικάσει τη διαμαρτυρία, υποστηρίζοντας ότι «υπερβαίνει το μέτρο». Στην ίδια ανακοίνωση οι εισαγγελείς καλούσαν «την πολιτεία να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διατήρηση και ενίσχυση των μέτρων φύλαξης και προστασίας των εισαγγελικών λειτουργών».

Σχεδόν επτά χρόνια μετά η ίδια εισαγγελέας βρίσκεται άλλη μια φορά στο επίκεντρο διαμαρτυριών. Αυτήν τη φορά από ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ανεξαρτήτως πολιτικής ή κομματικής προέλευσης.

Η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος έσπευσε πάλι να υπερασπιστεί την ίδια εισαγγελέα. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε χαρακτήρισε «σεβαστή» την «καλόπιστη κριτική προς τη δικανική κρίση των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών». Ωστόσο, όπως υποστήριξε, «δεν επιτρέπεται στον βωμό της ικανοποίησης της κοινής γνώμης και του λαϊκού αισθήματος να υπερβαίνει κάθε μέτρο σεβασμού και ευπρέπειας και να χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης και προσβολής του ελεύθερου και ανεξάρτητου φρονήματός τους».

Συνεχίζοντας στον ίδιο τόνο η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος, λησμονώντας ότι το κράτος δικαίου έχει ως αρχή του την ελευθερία γνώμης και την κριτική, επί της ουσίας απορρίπτει το δικαίωμα της κριτικής κάνοντας λόγο για τακτικές «λεκτικής βαρβαρότητας σε βάρος των λειτουργών της Δικαιοσύνης από όπου κι αν προέρχονται, και επισήμαινε ότι πρακτικές αυτού του είδους δεν αρμόζουν σε ένα κράτος δικαίου».

Η αλήθεια είναι πάντως ότι η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος, όπως και οι υπόλοιπες δικαστικές ενώσεις, θυμούνται το κράτος δικαίου μόνο όταν η κοινωνική οργή αφορά πράξεις και ενέργειες δικαστών και εισαγγελέων.

Δεν είδαμε την ίδια ευαισθησία από την Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος όταν το Ευρωκοινοβούλιο καταδίκασε τη χώρα μας για σοβαρά ζητήματα που άπτονται του κράτους δικαίου, τα οποία έχουν καταγγελθεί ουκ ολίγες φορές από δημοσιογράφους, πολίτες και κόμματα της αντιπολίτευσης.

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τυχαίο που η ίδια εισαγγελέας απασχολεί ξανά με αρνητικό τρόπο την ελληνική κοινωνία μέσα σε λίγα χρόνια.