Η «ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΜΠ» ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ

Στις περισσότερες ταινίες του Κεν Λόουτς ο εργάσιμος χρόνος κατέχει μια προνομιακή θέση, είτε με τη μορφή της ανεργίας («Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ») είτε με τη μορφή της ατομικής δέσμευσης σε εξαντλητικά ωράρια εργασίας που στερούν το χρόνο της ζωής σε εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον πλανήτη («Δυστυχώς απουσιάζατε»).

Στην «Τελευταία παμπ» ενός χωριού της βορειοανατολικής Αγγλίας ο χρόνος εργασίας φαίνεται να έχει παγώσει μετά τη συντριπτική ήττα της μεγαλειώδους απεργίας των μεταλλωρύχων το 1984 και την ιδεολογική κυριαρχία του γνωστού θατσερικού δόγματος «δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα». Ο,τι έχει απομείνει είναι οι στοιχειώδεις κοινωνικοί δεσμοί που επιβιώνουν στην τελευταία παμπ, το μοναδικό δημόσιο χώρο στον οποίο οι ηττημένοι της Ιστορίας ανταλλάσσουν τις συνηθισμένες κουβέντες της καθημερινότητας, θυμούνται κάτι απ’ τα παλιά και, κυρίως, απολαμβάνουν τις μπίρες του ευγενικού ιδιοκτήτη T.J. Ballantyne. Ένας μάλλον καταθλιπτικός χώρος στον οποίο κυλά αργά ένας άχρωμος καθημερινός χρόνος χωρίς ιδιαίτερο σκοπό, χωρίς μεγάλες στιγμές και τρομερά γεγονότα.

Όταν μια ομάδα Σύρων προσφύγων, κυρίως γυναικών και παιδιών, καταφθάνει στο χωριό (2016), ξεσπά μια αναταραχή, μια περίεργη ένταση που σημαδεύεται από μια αυθόρμητη πρώτη «εχθρική» κίνηση. Το σπάσιμο της φωτογραφικής μηχανής της νεαρής προσφύγισσας Γιάρα που την βυθίζει στη θλίψη, καθώς αυτή η απλή μηχανή μοιάζει προέκταση του ξεριζωμένου εαυτού της, πολύτιμο εργαλείο αποτύπωσης της πραγματικότητας και σύμβολο συναισθηματικού δεσμού με τον φυλακισμένο κάπου στη Συρία πατέρα της.

Με την εγκατάσταση των ξένων στο χωριό η μισοπεθαμένη κοινότητα των ντόπιων θα βγει από τον καθημερινό λήθαργο για να μας αποκαλύψει πόσο εύθραυστες είναι οι κοινωνικές σχέσεις. Σαν την φωτογραφική μηχανή της Γιάρα η κοινότητα θα σπάσει στα δύο. Από τη μια, αυτοί που θέλουν να διορθώσουν το «ατύχημα» και να ζήσουν μαζί  με τους ξένους και, από την άλλη, εκείνοι  που, σε ρευστούς καιρούς, νιώθουν πως μπορεί να χάσουν ό,τι ακόμα απόμεινε δικό τους: τη θλιβερή γειτονιά, τα άθλια σπίτια, την παμπ, το κοινό τους παρελθόν.

Πριν από οποιοδήποτε άλλο μήνυμα ελπίδας ή αλληλεγγύης, ο Κεν Λόουτς αναδεικνύει όλες τις ρωγμές στις ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις, τις φανερές και λανθάνουσες προσωπικές και ομαδικές συγκρούσεις. Αυτές οι ενδοψυχικές και δι-ομαδικές συγκρούσεις, πέρα από ιδεολογικά, πολιτικά ή θρησκευτικά θέσφατα, είναι που καθοδηγούν τις ανθρώπινες στάσεις και συμπεριφορές, αυτές ορίζουν τα φιλικά ή εχθρικά συναισθήματα. Συγκρούσεις πολιτισμικές, έμφυλες, ηλικιακές, γνωσιακές, επικοινωνιακές.

Όπως στη ζωή, έτσι και στην ταινία, τα συναισθήματα είναι σύνθετα και ανταγωνιστικά. Καχυποψία και εμπιστοσύνη, αδιαφορία και ενσυναίσθηση, ζήλεια και γενναιοδωρία. Άγρια ζώα στην αρένα του ατομικισμού είναι οι άνθρωποι και οι ομάδες. Μπορούν να καταστρέψουν ακόμα και το δικό τους χώρο, να πληγώσουν φίλους και συντρόφους, να χωθούν πιο βαθιά στην τρύπα της αποξένωσης για να προστατευθούν.  Μπορούν να αλληλοεξοντωθούν, όπως τα μεγάλα εκπαιδευμένα σκυλιά μπορούν να κατασπαράξουν τα αδύναμα σκυλάκια. Μπορούν να σπάσουν τους κοινωνικούς δεσμούς, να διαγράψουν το κοινό παρελθόν, να σβήσουν από τη μνήμη τις κοινές εμπειρίες. Να κατεδαφίσουν την τελευταία παμπ αρκεί να μην την δουν να κατοικείται από τους άλλους, τους ξένους.

Το ερώτημα που βασανίζει τον σκηνοθέτη είναι το κυρίαρχο ερώτημα της εποχής της αποξένωσης: «Πού βρίσκονται οι άνθρωποι και πώς μπορούν να οικοδομήσουν μαζί μια αξιοπρεπή ζωή; (από μια συνέντευξη του Κεν Λόουτς)».

Ο σπουδαίος σκηνοθέτης δεν θα δώσει εύκολα και αβασάνιστα απάντηση. Βαθύς παρατηρητής της πραγματικής κοινωνικής ζωής των απλών ανθρώπων θα αναδείξει, πρωτίστως, τη δυναμική διαδικασία κοινωνικοποίησης που εμπεριέχεται στις συγκρούσεις. Γιατί δεν είναι ούτε η χριστιανική αγάπη ούτε το κομμουνιστικό ιδεώδες που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή και φέρνουν τις αλλαγές. Είναι οι πολύπλοκες συγκρουσιακές κοινωνικές και ψυχικές πραγματικότητες. Αυτές είναι η μήτρα που δίνει ορμή στις ενοποιητικές δυνάμεις της αλληλεγγύης  και τις αγωνιστικές πράξεις ενός βαθύτατα διχασμένου κόσμου.

Οι διαλυμένες από τις νεοφιλελεύθερες μορφές εξουσίας συλλογικότητες, οι αποξενωμένες ατομικότητες, οι αθέατες μοιρολατρικές ζωές των πολλών γίνονται σταδιακά ορατές μέσα από τον καθρέφτη του άλλου, του ξένου. Η επαφή και η επικοινωνία μαζί του είναι ο καταλύτης όλων των εντάσεων και των αλλαγών. Υπέρτατος, όμως, καταλύτης είναι η εμπειρία της απώλειας που σφραγίζει την κοινή μοίρα ντόπιων και  ξένων. Στην απώλεια του Σύρου πατέρα της Γιάρα καθένας θα αναγνωρίσει πως κάτι ή κάποιον έχει χάσει. Μια γυναίκα, ένα σκύλο, ένα σώμα, μια μνήμη, μια παμπ. Και όλοι μαζί έχουν χάσει τη δυνατότητα να κληροδοτούν στα παιδιά τους ένα αξιοπρεπές επάγγελμα, μια επιθυμητή εκπαιδευτική πορεία, ένα όραμα, έστω ουτοπικό, για το μέλλον. Όλο το πενιχρό κεφάλαιο – οικονομικό, πολιτισμικό, συμβολικό – των φτωχών outsiders έχει εξανεμιστεί. Ίσως αυτή η κοινωνική εμπειρία να είναι το κλειδί που ανοίγει το δρόμο για την υπέρβαση των συγκρούσεων, καθώς οι ντόπιοι πενθούν όχι μόνο το νεκρό πατέρα της νεαρής ξένης γυναίκας αλλά και το δικό τους πεθαμένο σύμπαν. Είναι μέσα από την παραδοχή του πένθους για αυτό που έσβησε οριστικά που γεννιέται η επιθυμία των ανθρώπων να συναντηθούν και πάλι. Να συναντηθούν σαν κοινότητα στην παρούσα ζωή και όχι μέσα σε κλειστές αίθουσες – ανεπίσημα μνημεία ενός ένδοξου αλλά νεκρού πια χρόνου. Να συναντηθούν στην πραγματική ζωή, να μοιραστούν το φαγητό τους στο ίδιο τραπέζι, να περπατήσουν πλάι – πλάι κρατώντας το ίδιο πανό και να δηλώσουν: «είμαστε ακόμα εδώ, είμαστε ενωμένοι,  θυμόμαστε, αντιστεκόμαστε».

Είμαστε μαζί γιατί είναι απελπισία να πίνεις την μπίρα σου  μόνος και αμίλητος. Είμαστε μαζί γιατί εμείς είμαστε η κοινωνία. Και γιατί μόνο σαν κοινωνικό σώμα έχουμε μια τελευταία ελπίδα να σταματήσουμε τις βαρβαρότητες, την ξενοφοβία, τους πολέμους, τη φτώχεια. Μια τελευταία ελπίδα να ανατρέψουμε τα πράγματα για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια εμείς και τα παιδιά μας, τα παιδιά του κόσμου.

  • Το κείμενο είναι ένα μικρό ευχαριστώ στον θερμό χαιρετισμό που απεύθυνε ο Κεν Λόουτς στην εναρκτήρια συνεδρία του 2ου Διαβουλευτικού Συνεδρίου του ΜέΡΑ25 στον κινηματογράφο ΕΛΛΗ στις 8/12/2023.