Συγκλονιστικά είναι όσα περιγράφει σε μήνυση που κατέθεσε ενώπιον της Εισαγγελίας Λάρισας μία 23χρονη, η οποία επέβαινε στη μοιραία επιβατική αμαξοστοιχία των Τεμπών. Η μήνυση κατατέθηκε το Δεκέμβριο του 2023, από την ίδια και δύο φίλες της οι οποίες επίσης ταξίδευαν με το τρένο το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου.
Όσα αναφέρονται σε αυτή, προκαλούν πραγματικά ανατριχίλα. Όχι μόνο για τις στιγμές του δυστυχήματος, αλλά και όσα ακολούθησαν μετά.
Η νεανική της ψυχή έχει «χαραχτεί ανεξίτηλα» από το τραγικό συμβάν. Όπως αναφέρει «…φοβάμαι ότι θα πεθάνω την επόμενη στιγμή, δεν απολαμβάνω τη ζωή, τη νεότητά μου που θάφτηκε κι αυτή στα συντρίμμια και μετά μπαζώθηκε όπως ο τόπος του εγκλήματος..»
Η 23χρονη φοιτήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είχε ταξιδέψει στην Αθήνα λίγες μέρες πριν την τραγωδία. Ήταν το πρώτο της ταξίδι, χωρίς την οικογένειας της, αλλά δεν «ανησυχούσε καθώς αφελώς θεωρούσα το τρένο το ασφαλέστερο μεταφορικό μέσο, αγνοώντας προφανώς την επί δεκαετίες έλλειψη συντήρησης και εκσυγχρονισμού των σιδηροδρομικών υποδομών». Η 23χρονη μάλιστα έλεγε στις φίλες της «ότι δεν με φοβίζει το ταξίδι με το τρένο, γιατί δεν είναι δυνατόν να πεθάνουν τόσοι πολλοί άνθρωποι ταυτόχρονα». Ωστόσο, όπως αναφέρει «η πραγματικότητα με διέψευσε με τον χειρότερο τρόπο..».
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ 23ΧΡΟΝΗΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΜΟΙΡΑΊΟ ΒΡΑΔΥ
«Άκουγα ουρλιαχτά»
«…Θυμάμαι ότι ξύπνησα από τον ήχο, ήταν πάρα πολύ δυνατός. Σαν τρακάρισμα, ένα μεγάλο «μπαμ», σαν σύγκρουση. Και μετά για κάποια δευτερόλεπτα, έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα, άνοιξα τα μάτια μου. Κατάλαβα ότι ήμουν στη θέση μου, κρατούσα με το ένα χέρι το τραπεζάκι μπροστά μου και το άλλο χέρι μου ήταν στο παράθυρο, στην αριστερή πλευρά μου, το οποίο είχε σπάσει εντελώς και είχε γεμίσει θραύσματα.
»Άκουγα ουρλιαχτά, τα παιδιά από απέναντι φώναζαν «Τι ζούμε;». Προσπαθούσα να καταλάβω τι γίνεται, στην αρχή νόμιζα ότι ήταν όνειρο και θα ξυπνήσω, ευχόμουν να ήταν απλώς ένας εφιάλτης και να μην είχε συμβεί ποτέ, παρέμεινα στη θέση μου και δεν κουνήθηκα κάποια δευτερόλεπτα. Κάποια στιγμή ο ήχος χάθηκε, σαν να συνέβαιναν όλα υπόκωφα, σαν ταινία που είναι σε σίγαση αλλά καταλαβαίνεις την ένταση που επικρατεί. Μετά από λίγο, άρχισα να ακούω ξανά πάρα πολλές φωνές. Αναζήτησα τις φίλες μου απέναντι, για να επιβεβαιωθώ ότι είναι καλά. Γύρισα το κεφάλι μου στη μεριά του παραθύρου δίπλα μου, που είχε σπάσει, και είδα μία τεράστια φωτιά να μαίνεται, έτοιμη να μας «καταπιεί». Νόμιζα ότι είχαμε πέσει σε γκρεμό στην αρχή, γιατί ήμασταν πλάγια, ένιωθα σαν να πέφτω από την αριστερή μου πλευρά, και δεν έβλεπα τίποτα, τα φώτα είχαν κλείσει, επικρατούσε μόνο σκοτάδι και φωτιά, φωτιά και πανικός. Καταλάβαινα ότι έχω καταπιεί θραύσματα, το στόμα μου είχε τη στυφή και μεταλλική γεύση του αίματος και ο καπνός με τη στάχτη έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική.
»Πριν προσπαθήσω να σηκωθώ, έκανα το σταυρό μου και άρχισα να πιάνω το σώμα μου, για να δω αν είμαι αρτιμελής και αν έχω κάπου ανοιχτό τραύμα, γιατί πονούσα, αλλά δεν μπορούσα να δω τι είναι ακριβώς. Έβαλα δύναμη στο χέρι μου, ως αντίσταση, για να σηκωθώ στηριζόμενη στο τραπεζάκι. Πάνω μου δεν είχα τίποτα, ούτε τσάντα, ούτε κινητό, το δερμάτινο παλτό μου, με το οποίο είχα σκεπαστεί, είχε πέσει στο πάτωμα και είχε λιώσει. Θυμάμαι ότι, όσο προσπαθούσα να σηκωθώ, η Ξ…., που καθόταν απέναντί μου, από την πλευρά του παραθύρου, φώναζε ότι έχει πλακώσει το πόδι της μια βαλίτσα. Με τη βοήθεια ενός παιδιού ευτυχώς μπόρεσε να απεγκλωβιστεί.
»Τα αγόρια που κάθονταν απέναντι μας είχαν ανέβει με τα πόδια πάνω στις θέσεις και κρατιούνταν από τα ντουλαπάκια, για να μπορούν να προχωράνε προς το πίσω μέρος του βαγονιού. Ο διάδρομος δεν είχε σχεδόν καθόλου χώρο, κι εγώ, όταν σηκώθηκα, ήμουν πλάγια πάνω στις θέσεις, δεν χωρούσα να σταθώ όρθια κανονικά, γιατί το βαγόνι είχε πάρει κλίση, ήταν σαν να είχαμε συμπιεστεί και το βαγόνι είχε συρρικνωθεί. Ήρθε ένα αγόρι ακριβώς στο παράθυρο που καθόμουν, ανέβηκε πάνω στις θέσεις και μετά στο παράθυρο, είχε το ένα χέρι στο παράθυρο και το άλλο χέρι στη θέση και κοιτούσε μήπως μπορούσαμε να πηδήξουμε από εκείνη τη μεριά, αλλά η φωτιά έκαιγε πολύ κοντά μας και δεν ξέραμε ακόμα που ήμασταν, νομίζαμε ότι ήμασταν σε γκρεμό. Τον παρακάλεσα να μην πηδήξει, εάν πηδούσε από εκεί, θα καιγόταν ζωντανός… Με καθησύχασε ότι δεν θα πηδούσε, απλώς κοιτούσε αν θα μπορούσαμε να βγούμε από εκεί
»Κάποια στιγμή, μέσα στον πανικό και την αλλοφροσύνη, φώναξε μια κοπέλα «Ηρεμήστε όλοι! Πρέπει να ηρεμήσουμε, πρέπει να δούμε πώς θα βγούμε». Και φώναξε ότι βρήκαν ένα παράθυρο, στο πίσω μέρος του βαγονιού, το οποίο μάλλον ήταν ήδη σπασμένο, απλώς κάποιοι το καθάρισαν γύρω γύρω, για να μην κοπούμε από τα θραύσματα. Το παράθυρο αυτό ήταν πιο μικρό από το δικό μας, αλλά ήταν ασφαλέστερο να βγούμε από εκεί. Ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο να περπατήσουμε μέχρι το παράθυρο αυτό, που ήταν η μοναδική διαφυγή μας, καθώς το βαγόνι είχε πάρει μεγάλη κλίση, το ένιωθα σαν να κατέρρεε εσωτερικά…
»Αφού βγήκαν οι φίλες μου και τα αγόρια από απέναντι, εγώ έμεινα πιο πίσω. Πάγωσα. Κοκκάλωσα. Δεν μπορούσα να προχωρήσω. Έβαλα τα κλάματα, προσπαθούσα από κάπου να κρατηθώ, φώναζα «Δεν μπορώ να το κάνω, δεν μπορώ!». Μία κοπέλα με καθησύχασε, με έπιασε από τα μπράτσα και μου είπε: «Είμαστε καλά, τώρα πρέπει να βγούμε, έρχεται η φωτιά. Μπορείς να το κάνεις! Πρέπει να το κάνεις!». Γύρω άκουγα φωνές ότι πρέπει να βγούμε, γιατί μας πλησιάζει τη φωτιά και θα καούμε ζωντανοί. Πολύ λίγα πράγματα καταλάβαινα, απλώς ακολούθησα την κοπέλα και πήγαινα, δεν είχα αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Μόνο μία εσωτερική υπόμνηση: «Πρέπει να βγούμε, έρχεται η φωτιά, πρέπει να βγούμε, η φωτιά θα μας κάψει. Πρέπει…».
«Αλληλεγγύη και αυταπάρνηση»
»Ακολουθώντας τα παιδιά μπροστά μου, έφτασα στο παράθυρο. Ανέβηκα στο παράθυρο, που ήταν σε μεγάλο ύψος. Δεν ήξερα που θα έπεφτα, έπρεπε όμως να τολμήσω, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Πίσω έφταναν οι καπνοί, οι φλόγες, ο βέβαιος θάνατος… Δύο αγόρια, δεν θυμάμαι τα πρόσωπά τους, με έπιασαν αγκαλιά και με κατέβασαν, για να μην σπάσω τα πόδια μου. Πάτησα σε έναν σωρό από λαμαρίνες, κάποιοι είχαν ρίξει βαλίτσες και μπουφάν, για να μην κοπούμε. Κάθε φορά που θυμάμαι εκείνες τις εφιαλτικές στιγμές, με συγκινεί η αλληλεγγύη και η αυταπάρνηση των «άγνωστων σωτήρων», στους οποίους θα είμαι για πάντοτε ευγνώμων.
Πατώντας όπου μπορούσα, σε λαμαρίνες, σε βαλίτσες, σε συντρίμμια, προχώρησα, αναζητώντας τις φίλες μου. Θέλαμε να βεβαιωθούμε ότι είμαστε και οι 4 έξω και ότι είμαστε όλες καλά. Κοιτούσαμε δεξιά αριστερά, για να καταλάβουμε που ήμασταν, από τη μία η φωτιά, από την άλλη το βαγόνι μας κρεμασμένο στον γκρεμό, κάτι containers, βαγόνια παρά πίσω. Μπροστά μας είχε εμπόδια, ο κόσμος περίμενε σε ουρά για να περάσουν από ένα σχετικά χαμηλότερο σημείο. Ήταν μάλλον η πλατφόρμα, ανάμεσα από τα container της εμπορικής αμαξοστοιχίας, θα περνούσαμε από εκεί, προκειμένου να βγούμε στην απέναντι πλευρά, πάνω στις γραμμές που ήταν ελεύθερες από εμπόδια.
»Πάνω στην πλατφόρμα ήταν 2-3 παιδιά που βοηθούσαν τους άλλους να ανέβουν, γιατί και πάλι ήταν ψηλά, δεν μπορούσε κανείς να ανέβει μόνος του. Πιάστηκα από μία αλυσίδα, μάλλον ήταν η ένωση, με τράβηξαν τα παιδιά προς τα πάνω, οι πίσω μου με έσπρωξαν για να ανέβω. Πάνω στην πλατφόρμα είχε κάτι σαν γράσο, γλιστρούσε πολύ και φοβούμουν μην πέσω. Δεν θυμάμαι πώς κατέβηκα, μάλλον πήδηξα και μάλλον με έπιασαν και πάλι, γιατί ήταν πολύ μεγάλο το ύψος για να πηδήξω μόνη, δεν θυμάμαι καθόλου…
»Αφού πλέον είχαμε ξεπεράσει τα εμπόδια και βρεθήκαμε στις ελεύθερες από εμπόδια σιδηροδρομικές γραμμές, προχωρούσαμε ακολουθώντας κάποια άτομα, δεν ξέρω αν ήταν μόνο από το δικό μας βαγόνι. Είδαμε φωτιά και από την άλλη κατεύθυνση. Προχωρήσαμε για κάποια μέτρα. Από την άλλη πλευρά είχε πλαγιά, ένα ύψωμα με βλάστηση, δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε. Δεν είχαμε πολλούς φακούς, για να δούμε καθαρότερα, γιατί είχαν χαθεί τα κινητά μας σχεδόν όλων μας. Περίπου 20-25 άτομα προχωρούσαμε πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές χωρίς προσανατολισμό, μάλλον αντίθετα από τη φορά του τρένου μας, ώστε να απομακρυνθούμε από τις μεγάλες φλόγες και τον κίνδυνο κάποιας έκρηξης.
»Όσο περπατούσαμε πάνω στις ράγες, η Ε… πήρε τηλέφωνο τους δικούς της από το κινητό της Έ…, που ήταν η μόνη που είχε μαζί της το κινητό της. Εγώ δεν κάλεσα τους δικούς μου, για να μην εξαντληθεί η μπαταρία του κινητού, γι’ αυτό ζήτησα από τον πατέρα της Ε… να καλέσει τον δικό μου και να τον ενημερώσει. Η φίλη μου η Ε… φώναζε στο τηλέφωνο με τον πατέρα της ότι έχουμε πάρει φωτιά, ότι θα πεθάνουμε, ότι δεν ξέρουμε πού είμαστε, όπως πράγματι δεν ξέραμε ακόμα που ήμασταν, μέχρι που κάποιος φώναξε από μακριά ότι ήμασταν στα Τέμπη.
«Απότομη ανηφόρα»
»Συνεχίσαμε ευθεία, αλλά καταλάβαμε ότι δεν μπορούσαμε απλώς να συνεχίζουμε πάνω στις γραμμές. Πολλοί φώναζαν να έχουμε κατεβασμένο το κεφάλι μας και να προσέχουμε τα χέρια μας και τα πόδια μας, γιατί οι γραμμές είχαν ρεύμα και τα καλώδια είναι ακόμα ηλεκτρισμένα. Περπατούσαμε με πολύ γρήγορο βήμα, προσπαθώντας να καταλάβουμε προς τα πού θα πάμε, γιατί φοβόμασταν ότι θα γίνει κι άλλη έκρηξη, ότι θα μας τυλίξει η φωτιά. Ήταν αγωνιώδης η προσπάθεια να απομακρυνθούμε, να βρούμε διέξοδο για ένα ασφαλές σημείο.
Κάποια στιγμή ακούσαμε να φωνάζει μια κοπέλα ότι πρέπει να γυρίσουμε, για να ανεβούμε στον δρόμο, από ένα μονοπάτι που βρήκαν οι υπόλοιποι, μετά το τοιχίο. Κατευθυνθήκαμε προς εκεί. Ήδη κόσμος ανέβαινε από εκείνο το σημείο. Ήταν σαν ένα ρυάκι, δεν ξέρω αν είχε νερό, πάντως είχε λάσπες γύρω και κάποιο βάθος και μετά μία απότομη ανηφόρα με χώμα και γρασίδι, που κατέληγε στον δρόμο. Μία κυρία με το μωρό της προσπαθούσε να ανέβει, αλλά δεν μπορούσε μόνη της να σκαρφαλώσει, χρειαζόταν και τα δύο χέρια για να ανέβει, γιατί γλιστρούσε. Φωνάζαμε στον κόσμο να την βοηθήσει Έπρεπε να βιαστούμε, φοβόμαστε ότι θα γίνει άμεσα έκρηξη. Εγώ ανέβηκα δεύτερη, νομίζω, από την παρέα μας.
»Ο ένας περίμενε πίσω από τον άλλον, πολλοί φώναζαν να βιαστούμε κι άλλοι έκλαιγαν. Βοηθούσαμε τους μπροστινούς μας να ανέβουν και αντίστοιχα μας έσπρωχναν από πίσω, όλοι δίναμε ώθηση στους μπροστινούς μας, γιατί, εάν έπεφτε ένας, θα πλάκωνε όλους τους πίσω. Φώναζα στον κόσμο να μπήξει τα χέρια και τα νύχια στο χώμα, να κρατηθούν από χόρτα, απ’ όπου μπορούσαν, καθώς γλιστρούσε πολύ και ορισμένοι δεν είχαν παπούτσια, ήταν ξυπόλυτοι ή με κάλτσες….
»Ανεβήκαμε τελικά όλες την ανηφόρα και περάσαμε το διαχωριστικό του δρόμου, άλλοι περνούσαν από κάτω, γιατί η μπάρα ήταν σκουριασμένη με καρφιά, εγώ σκέφτηκα να περάσω από πάνω, γιατί φορούσα τζιν και θεωρούσα ότι θα με προστάτευε το σκληρό ύφασμα. Βοήθησα μία κυρία να περάσει πάνω από την μπάρα και να βγει στον κεντρικό. Οι περισσότεροι, με το που έβγαιναν στον δρόμο, έπεφταν κάτω ξέπνοοι, ξάπλωναν και έκλαιγαν. Η φίλη μου η Ε… είχε υποθερμία, ένα παιδί μας έδωσε το μπουφάν του. Στον κεντρικό δρόμο, είχαν μόλις φτάσει διασώστες και ένα περιπολικό, μέχρι τότε δεν είχε έρθει κάποιο ασθενοφόρο. Ένα κύριος, μάλλον από την πολιτική προστασία, βοηθούσε ρίχνοντας σκοινιά, για να ανεβαίνει ο κόσμος στον δρόμο. Η φωτιά είχε δυναμώσει πάρα πολύ. Μπήκαμε στο περιπολικό, για να ζεσταθούμε. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι έγινε, που ήμασταν. Ζητήσαμε νερό, γιατί νιώθαμε ότι έχουμε καταπιεί γυαλιά, το στόμα μας και ο φάρυγγας ήταν στυφά και ξηρά, νιώθαμε σε κάθε κατάποση κάτι να γδέρνει το λαιμό μας…
«Το λεωφορείο…»
»Ένας κύριος, οδηγός λεωφορείου που είχε δει τη σύγκρουση και είχε σταματήσει, θα μας μετέφερε στη Θεσσαλονίκη. Επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο. Αρχίσαμε να παρατηρούμε με μεγαλύτερη ηρεμία πώς ήμασταν, θέλαμε να δούμε εάν έχουμε κάπου ανοιχτή πληγή, πιάναμε το κεφάλι μας. Εγώ είχα παντού αίματα, στο παντελόνι, στα παπούτσια, στα χέρια, στις παλάμες μου, αίμα που μπορεί και να μην ήταν δικό μου… Είχα εγκαύματα, ιδίως στο αριστερό μου χέρι, και από τα μαλλιά μου έπεφταν κομμάτια στάχτη και θραύσματα, έφτυνα γυαλιά… Πολλοί έκαναν εμετό έξω από το λεωφορείο, προσπαθήσαμε και εμείς, φοβούμενες ότι η κατάποση των θραυσμάτων θα μπορούσε να μας προκαλέσει εσωτερική διάτρηση.
»Ο κόσμος στο λεωφορείο έπινε νερό, έκανε γαργάρες και το έφτυνε, βγάζοντας γυαλιά και στάχτη. Περιμέναμε για λίγο, προκειμένου να επιβιβαστεί κι άλλος κόσμος, πριν ξεκινήσουμε. Μόλις γέμισε το λεωφορείο, ξεκινήσαμε για Θεσσαλονίκη. Στη διαδρομή, γύρω στις 00:45, επικοινώνησα πρώτη φορά με την αδερφή μου και τον πατέρα μου, από το κινητό της φίλης μου. Τους είπα που είμαστε, τους είπα ότι επιτέλους ερχόμαστε…
»Μέσα στο λεωφορείο επικρατούσε πανικός, παντού τσιρίδες, κλάματα. Όλοι ήμασταν σοκαρισμένοι από αυτά που βιώσαμε. Στη διπλανή δυάδα καθόταν ένα παιδί που είχε ανοίξει το κεφάλι του και αιμορραγούσε, ο φίλος του τον υποβάσταζε, γιατί φαινόταν να μην έχει επικοινωνία με το περιβάλλον, σαν ήταν έτοιμος να πεθάνει… Ο κόσμος ζητούσε από τη φίλη μου να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνό της, για να ειδοποιήσουν τους δικούς τους. Φτύναμε συνέχεια, βήχαμε, κάποιοι έκαναν εμετό και μέσα στο λεωφορείο… Ο οδηγός του λεωφορείου μας είπε ότι θα πρέπει να μιλήσουμε με την αστυνομία. Σιγά- σιγά αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι είχε συμβεί μεγάλη σύγκρουση μεταξύ δύο αμαξοστοιχιών, τα αίτια της οποίας δεν γνωρίζαμε.
«Ο σταθμός ήταν κλειστός, χωρίς φώτα»
»Στη Θεσσαλονίκη, στον σταθμό των τρένων, μας περίμεναν με αγωνία οι γονείς μας. Περίμεναν, ακόμη, πολλοί συγγενείς, γονείς και φίλοι, που δεν είχαν επικοινωνήσει με τα δικά τους πρόσωπα. Ο σταθμός ήταν κλειστός, χωρίς φώτα. Φώναξα στους οδηγούς ταξί να μεταφέρουν τον κόσμο στα νοσοκομεία, γιατί δεν είχαν έρθει ακόμα πολλά ασθενοφόρα, ενώ, μετά από το δικό μας λεωφορείο, είχα ακούσει ότι θα έρχονταν και άλλα. Χωρίς να έχω καταλάβει απόλυτα τι είχε γίνει, δεν μπορούσα να απαντήσω στους ανθρώπους που έψαχναν τους συγγενείς και τους φίλους τους. Οι περισσότεροι που φτάσαμε το πρώτο λεωφορείο, μεταφερθήκαμε στο νοσοκομείο.
»Είχα γνωρίσει στο λεωφορείο και μία κοπέλα, που ήταν μόνη της, θα πήγαινε Θεσσαλονίκη για να πετάξει για Κρήτη. Της είπα «Μην ανησυχείς, θα είμαστε εδώ, θα είμαστε σε επικοινωνία, δεν είσαι μόνη σου». Ευτυχώς είχε μαζί της τηλέφωνο, για να επικοινωνήσει με τους δικούς της. Είδα ότι μπήκε σε ταξί, αλλά δεν την ξαναείδα στο Νοσοκομείο.
»Στο Νοσοκομείο Π.Γ.Ν.Θ. ΑΧΕΠΑ μας μετέφεραν οι δικοί μας με το αυτοκίνητο. Ένιωθα πολύ άσχημα, επικρατούσε πανικός. Είχα ανάγκη να είναι συνεχώς δίπλα μου ο πατέρας μου, ήταν η πρώτη στιγμή που ένιωσα «ασφαλής» κοντά σε οικείο μου πρόσωπο, αλλά έπρεπε να υποβληθούμε σε σειρά εξετάσεων στο ΤΕΠ της Α΄ΠΡΧ Κλινικής. Περιμένοντας τις εξετάσεις, ήμουν σε αναστάτωση.
»Θυμάμαι να κρυώνω πολύ, τα ρούχα μου ήταν ποτισμένα με αίμα και λερωμένα, δεν ήξερα από πού προέρχονταν τα αίματα, δεν ήξερα που είχα χτυπήσει, γιατί δεν ένιωθα τίποτα εκείνη τη στιγμή, είχα μόνο τη μυρωδιά της φωτιάς και του θανάτου, και τη γεύση από χώμα, αίμα, γυαλιά, στάχτη… Βρισκόμουν σε απόλυτη σύγχυση, δεν ήξερα τι ακριβώς είχε συμβεί, καθώς δεν είχαμε καμία πληροφορία.
«Εφιαλτική πραγματικότητα»
Όσο περνούσε η ώρα και βλέπαμε τις εισαγωγές, αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε την έκταση της τραγωδίας… Οι νοσοκόμες μας είπαν να κλείσουμε τα μάτια μας, να κοιμηθούμε, να προσπαθήσουμε να ηρεμήσουμε, γιατί θα αργούσαν να βγουν τα αποτελέσματα και θα χρειαζόταν να μας κάνουν εισαγωγή.
»Στο άκουσμα αυτό περί εισαγωγής, με έπιασε κρίση πανικού, άρχισα να κλαίω, να φωνάζω, είχα εξαντληθεί από την αγωνιώδη προσπάθεια απεγκλωβισμού και την αβεβαιότητα, ζητούσα επίμονα τον πατέρα μου, γιατί είχα την αίσθηση ότι είχαν περάσει πολλές ώρες από τότε που τον είδα… Ευτυχώς μία ακτινολόγος με άκουσε που έκλαιγα και φώναξε τον πατέρα μου να τον δω και να καθίσουμε λίγο μαζί.
»Μετά έκλεισα τα μάτια μου, προσπαθώντας να ηρεμήσω και να «αποσυνδεθώ» από την εφιαλτική πραγματικότητα, μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα. Κάποια στιγμή, νομίζω κατά τις 04:30-05:00, μου πέρασαν έναν πολύ σκληρό κηδεμόνα στον αυχένα, γιατί μου είπαν ότι είχα χτυπήσει πολύ και έπρεπε να μείνω ακίνητη. Μετά τα αποτελέσματα των πρώτων εξετάσεων και με συστάσεις για παρακολούθηση, επανάληψη υπερηχογραφήματος κοιλίας και νευροχειρουργική εκτίμηση, εισήχθην στην ΠΡΧ Κλινική τα ξημερώματα της 01ης Μαρτίου (περί τις 05:30-06:00).
»Οι μέρες της νοσηλείας μου ήταν εξίσου δύσκολες. Την πρώτη φορά που μου επετράπη να επισκεφτώ το μπάνιο, με τη βοήθεια νοσοκόμας, με το που κατέβασα το παντελόνι μου έπεσαν γυαλιά, είχα παντού γυαλιά, ακόμα και στο εσώρουχό μου. Έφτυνα από το στόμα γυαλιά και στάχτη… Μετά την εισαγωγή, μου χορήγησαν απευθείας ορούς και παυσίπονα, τα οποία με βοήθησαν να ηρεμήσω κάπως και να κοιμηθώ. Την πρώτη ημέρα μου πήραν αίμα (μας έπαιρναν πολύ συχνά αίμα, ανά 3-4 ώρες) και με ενημέρωσαν ότι θα χρειαστεί να ξανακάνω υπέρηχο, ακτινογραφίες και λοιπές εξετάσεις.
»Τα εγκαύματα μου είχαν να γίνει πολύ πιο έντονα, δεν ξέρω αν είχαν προκληθεί απευθείας από τη φωτιά ή από τριβή, ήμασταν πολύ κοντά στη φωτιά, εγώ καθόμουν δίπλα στο παράθυρο και ένιωσα ότι με διαπέρασε κάτι σαν ωστικό κύμα από τη σύγκρουση… Με άφησαν να σηκωθώ, για να πλυθώ. Έπλενα τα χέρια μου για να βγει το αίμα, να μπορέσω να δω τις πληγές μου. Λίγο αργότερα ήρθε ο πατέρας μου, ο οποίος μου έφερε ρούχα να αλλάξω.
»Στον θάλαμο, όπου νοσηλευόμασταν εγώ και άλλες τρεις κυρίες από το τρένο (οι φίλες μου νοσηλεύτηκαν σε άλλον θάλαμο), καθώς και μία ηλικιωμένη κυρία και μία κυρία που είχε εμπλακεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, συζητούσαμε τι έγινε, δεν είχαμε μάθει λεπτομέρειες και ευτυχώς οι τηλεοράσεις ήταν κλειστές, γνωρίζαμε μόνο αυτά που είχαμε βιώσει από τη σύγκρουση και αυτά που είχαμε -δυστυχώς- αντικρίσει…
»Οι γιατροί και οι νοσοκόμες μας επισκέπτονταν τακτικά. Το απόγευμα μας επισκέφτηκαν δύο ψυχολόγοι και ένας ψυχίατρος, νομίζω ότι ήταν ο κο Κ…., με τους οποίους συζητήσαμε λίγο, αλλά εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω, δεν μπορούσα να ηρεμήσω, έκλαιγα συνεχώς και όσο μου μιλούσαν, ξαναβίωνα όσα πέρασα, δεν άκουγα τις φωνές τους αλλά τον θόρυβο της σύγκρουσης… Το απόγευμα, όταν τους επετράπη, με επισκέφτηκαν οι δικοί μου, οι γονείς μου και η αδερφή μου».
«Φοβάμαι να κοιμηθώ, έχω εφιάλτες»
«Έκτοτε έχω επαναλαμβανόμενους εφιάλτες, νιώθω σαν να γίνεται σεισμός και να τραντάζομαι όπως ακριβώς είχα τρανταχτεί και τον εκτροχιασμό και τη σύγκρουση. Βιώνω την ημέρα του δυστυχήματος όπως την είχα ζήσει, ακούω τζάμια να σπάνε, τον ήχο της κίνησης του τρένου πάνω στις ράγες, τον ήχο των φρένων, τον θόρυβο της σύγκρουσης… Γι’ αυτό και φοβάμαι να κοιμηθώ μήπως επαναληφθεί το ίδιο φρικαλέο δυστύχημα, καθώς την ώρα της σύγκρουσης κοιμόμουν, οπότε αναπόφευκτα έχω συνδέσει τον ύπνο με τον κίνδυνο και τον θάνατο…»