Καταρρίπτοντας για πολλοστή φορά τον πρωθυπουργικό ισχυρισμό περί «εκπληκτικής ποιότητας ζωής» στην Ελλάδα, η νέα έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ για τη φτώχεια και την υλική στέρηση αποδεικνύει ότι ο ένας στους δύο κατοίκους δυσκολεύεται να πληρώσει το νοίκι, τα δάνεια και τους πάγιους λογαριασμούς, κάτι που ισχύει για 8 στους 10 φτωχούς.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Αφροδίτης Τζιαντζή στην “Εφήμερίδα των Συντακτών”, Τα νέα στοιχεία έρχονται να προστεθούν σε προηγούμενη έρευνα της Eurostat σύμφωνα με την οποία οι κάτοικοι των ελληνικών πόλεων είναι οι πιο επιβαρημένοι από όλους τους Ευρωπαίους, με σχεδόν 1 στα 3 νοικοκυριά να πληρώνει πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για ενοίκια, δάνεια και λογαριασμούς. Το αντίστοιχο ποσοστό για τον μέσο όρο των κατοίκων των ευρωπαϊκών πόλεων είναι 10,4%, αποδεικνύοντας το μέγεθος της ψαλίδας που μας χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Το νέο χαστούκι έρχεται από τα στοιχεία της Εurostat για την πορεία των τιμών των οικιστικών ακινήτων για το 4ο τρίμηνο του 2023, οι οποίες αυξήθηκαν στην Ε.Ε. κατά 0,2% (σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022), ενώ μειώθηκαν κατά 1,1% στην ευρωζώνη. Η έκθεση της Eurostat δεν έχει ενσωματώσει στοιχεία για την Ελλάδα, τα οποία εμφανίζουν ιλιγγιώδεις αποκλίσεις με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το δ’ τρίμηνο του 2023 οι τιμές των διαμερισμάτων στην Ελλάδα (σε ονομαστικούς όρους) ήταν κατά μέσο όρο αυξημένες κατά 11,8% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022, ενώ για το σύνολο του 2023 αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 13,4%, έναντι αύξησης 11,9% το 2022.
Σε αποπληθωρισμένους όρους η Eurostat καταγράφει ότι το 2023 οι τιμές των κατοικιών μειώθηκαν κατά 6,3% στην Ε.Ε. και κατά 6,8% στην ευρωζώνη, ενώ αντίθετα στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 8,3% – με τον ταχύτερο ρυθμό από το 2018, όταν άρχισαν να παίρνουν εκ νέου την ανιούσα. Τα στοιχεία αυτά κατατάσσουν την Ελλάδα τη χώρα με τον πλέον ραγδαίο ρυθμό ανόδου των τιμών κατοικιών σε όλη την Ε.Ε. μακράν από τις υπόλοιπες. Η αμέσως επόμενη είναι η Κροατία με άνοδο των τιμών κατά 3,7% και ακολουθούν η Πορτογαλία με 3%, η Βουλγαρία με 2,8% και η Λιθουανία με 1,1%, ενώ σε όλες τις υπόλοιπες χώρες οι τιμές αποκλιμακώνονται, με πρώτη τη Γερμανία (-13,9%).
Επιβεβαιώνεται η προειδοποίηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ότι οι τιμές των οικιστικών ακινήτων στην Ελλάδα έχουν εισέλθει σε έδαφος «φούσκας», αφού αυξάνονται αναντίστοιχα με το εισόδημα, θεωρώντας ότι είναι υπερτιμημένες σε μια κλίμακα από 6% ώς 29% το 2023. Στην ίδια έκθεση παρατηρεί ότι τα οικιστικά ακίνητα ανατιμήθηκαν πάνω από 50% σε ονομαστικούς όρους από το 2017 και τουλάχιστον 34% σε πραγματικούς όρους.
Το γεγονός ότι οι ξένοι επενδυτές επικεντρώνονται στα ακίνητα (μέσω προγραμμάτων όπως η Χρυσή Βίζα και όχι μόνο) διογκώνει και άλλο τις τιμές, με το ΔΝΤ να απευθύνει συστάσεις για «συστημικούς κινδύνους» και στον τραπεζικό τομέα. «Οι μακροοικονομικοί κίνδυνοι που συνδέονται με τη χρηματοπιστωτική σύσφιγξη, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της ανάπτυξης και τις υπερεκτιμημένες τιμές των κατοικιών, μπορούν να οδηγήσουν σε επιδείνωση των τραπεζικών ισολογισμών και “διόρθωση” των τιμών κατοικίας, με τον αρνητικό αντίκτυπο να μεταφέρεται στην πραγματική οικονομία». Με άλλα λόγια… το σκάσιμο της φούσκας είναι πιο κοντά από όσο φανταζόμαστε, με τους φτωχούς δυστυχώς να πληρώνουν πάλι το μάρμαρο, αν θυμηθούμε τι είχε γίνει με την προηγούμενη κρίση του 2008.
Θωμάς Μαλούτας, ομότιμος καθηγητής κοινωνικής γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο:
«Η κατοικία μετατρέπεται σε επενδυτικό προϊόν»
«Η αναντιστοιχία των ελληνικών τιμών στέγασης με τη μέση μεταβολή της εξέλιξης των τιμών αυτών στις ευρωπαϊκές χώρες δεν είναι εύκολα ερμηνεύσιμη, καθώς πρόκειται για έναν μέσο όρο εξελίξεων που αφορά πολλές διαφορετικές χώρες, όπου οι εξελίξεις δεν είναι καθόλου παρόμοιες.
Η εξέλιξη των τιμών στέγασης στην Ελλάδα, σύμφωνα με δεδομένα της Τραπέζης της Ελλάδος, επηρεάστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από την κρίση -πολύ μεγάλη πτώση από το 2008 έως το 2017- παρά την ταυτόχρονη κάθετη μείωση της παραγωγής κατοικιών από το 2005 μέχρι σήμερα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Οι τιμές ακολούθησαν ανοδική πορεία από το 2017 και μετά, με κάποια επιβράδυνση λόγω της πανδημίας, και έφτασαν ξανά στο επίπεδο του 2008 το 2023.
Το σημαντικότερο στοιχείο αυτής της εξέλιξης αποτελεί το γεγονός ότι η άνοδος των τιμών στέγασης δεν προέρχεται καθόλου από την αυξημένη εγχώρια ζήτηση. Αντίθετα, οι αυξημένες τιμές πώλησης/ενοικίου δεν αντιστοιχούν στο εισόδημα των εγχώριων νοικοκυριών, το οποίο παραμένει καθηλωμένο. Η μεγάλη αύξηση του κόστους στέγασης συνδέεται με τη μαζική μετατροπή της κατοικίας σε επενδυτικό προϊόν με καταλύτη τη ζήτηση καταλυμάτων από το τουριστικό ρεύμα που προέρχεται κυρίως από χώρες με αρκετά υψηλότερο μέσο εισόδημα από το εγχώριο. Η οριακή κατάσταση στην οποία έχει φτάσει η στεγαστική κρίση οφείλεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στην απουσία πολιτικών ρύθμισης της αγοράς ακινήτων».