Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και η επακόλουθη αμερικανική εισβολή (2003) και κατοχή του Ιράκ (2003-2011) ήταν δύο ορόσημα, που έκαναν την Ουάσιγκτον αρχιτέκτονα της περιφερειακής αποσταθεροποίησης και ανασφάλειας στη Μέση Ανατολή για περίπου μια δεκαετία.
Το χρονοδιάγραμμα της εισβολής αναφέρεται στην επίθεση των «προθύμων» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας στις 20 Μαρτίου 2003, σε εφαρμογή της «Νέας Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας» των ΗΠΑ, η οποία έθεσε το θέμα της τρομοκρατίας στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας της Ουάσιγκτον.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση G.Bush ισχυρίστηκε ότι η εισβολή είχε ως νομιμοποιητική βάση την ανάγκη επιβολής των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας (Σ.Α), σύμφωνα με τα οποία το Ιράκ καλούνταν να συμμορφωθεί με τα αιτήματα για αφοπλισμό και παρακολούθηση του πυρηνικού του προγράμματος.
Είναι γεγονός ότι η απόφαση 687 του Σ.Α. επέβαλε μια σειρά δεσμεύσεων για τον αφοπλισμό του Ιράκ, συμπεριλαμβανομένης της καταστροφής τυχόν όπλων μαζικής καταστροφής και της συνεργασίας με μια Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ για επιθεώρηση του πυρηνικού του προγράμματος.
Την άρνηση του Ιράκ να συνεργαστεί με τη διεθνή κοινότητα εκμεταλλεύτηκαν οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία προκειμένου να ζητήσουν από το Σ.Α. να υιοθετήσει μια νέα απόφαση που επιτρέπει τη χρήση βίας. Με τα περισσότερα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να είναι αντίθετα στη βία και υπέρ μιας ειρηνικής επίλυσης, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο εξαπέλυσαν μονομερή εισβολή, η οποία επικρίθηκε ακόμη και από Αμερικανούς αξιωματούχους, όπως ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Βαγδάτη το 1990.
Η μονομερής στρατιωτική επιχείρηση κατά του Ιράκ διεξήχθη κατά παράβαση του άρθρου 2(4) του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που εισάγει μια γενική απαγόρευση της χρήσης βίας, και του άρθρου 51, που αναγνωρίζει το «φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής αυτο- άμυνας, όταν ένα Κράτος δέχεται επίθεση», καθώς και του άρθρου 39 του Κεφαλαίου VII, που αναφέρεται στην εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Όσον αφορά το δικαίωμα αυτοάμυνας, οι κυβερνήσεις G. Bush και T. Blair δεν επικαλέστηκαν τυχόν υπάρχουσα ή επικείμενη απειλή, αντίθετα στήριξαν τα επιχειρήματά τους στον φόβο μελλοντικής χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής από το καθεστώς του S. Hussein.
Η αλαζονεία των ΗΠΑ κορυφώθηκε όταν ο υπουργός Άμυνας D. Rumsfeld απέρριψε την έκθεση του γενικού επιθεωρητή του ΟΗΕ για την έρευνα και την απογραφή όπλων μαζικής καταστροφής, η οποία κατέληξε “ότι δεν είχαν προκύψει στοιχεία που να υποστηρίζουν εικασίες για όπλα μαζικής καταστροφής”. Nωρίτερα, ο υπουργός Εξωτερικών C. Powell, στην ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη τον Φεβρουάριο 2003, υπαινίχθηκε ότι τα ιρακινά όπλα συνδέονται με τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως η Αλ Κάιντα.
Με βάση τα παραπάνω, η Διεθνής Επιτροπή Δικαστών στη Γενεύη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ διέπραξαν κατάφωρη παραβίαση της απαγόρευσης χρήσης βίας, καθώς η εισβολή τους στο Ιράκ δεν πληρούσε καμία από τις προϋποθέσεις του Κεφαλαίου VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Ωστόσο, ο ρόλος του ΟΗΕ ήταν κρίσιμος για την παροχή νομικής κάλυψης για τη λεγόμενη «πολυεθνική» δύναμη στο Ιράκ, καθώς υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου αψήφησε τη βούληση του Ιρακινού Κοινοβουλίου να εξαρτήσει την εντολή του ΟΗΕ από ένα χρονοδιάγραμμα για την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής ή την άρνηση ιδιωτικοποίησης των φυσικών του πόρων.
Αλλά όπως έχει διδάξει η ιστορία, όταν σ’ ένα λαό αρνούνται το δικαίωμα να αποφασίζει μόνος του για τη μοίρα του μέσω μιας ειρηνικής πολιτικής διαδικασίας, θα προσπαθήσει να το κάνει με όπλα και βόμβες.
Και ιδού τα αποτελέσματα:
Σύμφωνα με την ιατρική επιθεώρηση Lancet, λίγο πριν από την εμφάνιση του ISIS το 2012, περισσότεροι από 1.455.590 Ιρακινοί είχαν χάσει τη ζωή τους στις μάχες και εκατομμύρια είχαν τραυματισθεί και εκτοπισθεί.
Η στρατηγική «διαίρει και βασίλευε» που χρησιμοποίησε η αμερικανική κατοχική δύναμη για να επιβληθεί ενέτεινε τα ήδη υπάρχοντα εθνοτικά και δογματικά πάθη. Η απόφαση της Ουάσιγκτον να διαλύσει πλήρως τον κρατικό και στρατιωτικό μηχανισμό, συνέβαλε αποφασιστικά στην επικράτηση του απόλυτου χάους και στην αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού της χώρας.
Η «απελευθέρωση» του Ιράκ αποτυπώνεται σε μερικές από τις πιο απάνθρωπες εικόνες, με υπαίθριες αγορές να μετατρέπονται σε ποτάμια αίματος και διαμελισμένους ανθρώπους, πόλεις να σβήνονται από τον χάρτη, όπως η Fallujah το 2004, με κρατούμενους να ταπεινώνονται από τους «απελευθερωτές», όπως στο Abu Ghraib.
Εν ολίγοις, η εισβολή και η κατοχή των «προθύμων» στο Ιράκ, περιλαμβάνει όλα εκείνα τα συστατικά που έγιναν λίπασμα για την προπαγάνδα του ISIS, βυθίζοντας τη χώρα σε μια δίνη χάους και αίματος.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο B. Obama, «Ο ISIS είναι ο γόνος της Αλ Κάιντα που αναπτύχθηκε λόγω της εισβολής μας στο Ιράκ και είναι ένα δείγμα των οδυνηρών επιπτώσεων».
Επίσης, σύμφωνα με τον Patrick Cockburn και το βιβλίο του «Η άνοδος του Ισλαμικού Κράτους», ο ISIS είναι «το παιδί του πολέμου», ενός υποτιθέμενου πολέμου κατά της τρομοκρατίας, όπως τον σχεδίασαν οι G. Bush και T. Blair.
Ωστόσο, ένας πόλεμος κατά της τρομοκρατίας θα στρεφόταν κατά κρατών που γεννούν εξτρεμισμό όπως η Σαουδική Αραβία, αλλά οι δύο ηγέτες επέλεξαν ένα κράτος του οποίου η κυβέρνηση αντιτάχθηκε στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και το μετέτρεψαν σε πόλο έλξης για τους σκληροπυρηνικούς τζιχαντιστές στο κενό εξουσίας που ακολούθησε την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας.
Και το χειρότερο από όλα, η εγκληματική επιχείρηση των G. Βushκαι T. Blair έφερε την τρομοκρατία στους ασφαλείς δρόμους της Ευρώπης, όπως στη Μαδρίτη, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Λονδίνο, στις Βρυξέλλες και στη Νίκαια.
Ομοίως, η ισλαμική τρομοκρατία εξαπλώθηκε στην Αφρική μέσω της αδελφής οργάνωσης της Αλ Κάιντα, Boko Haram και του ISIS, επιδεινώνοντας την ανθρωπιστική κρίση που ακολούθησε τον «ανθρωπιστικό» πόλεμο των φιλελεύθερων «παρεμβατιστών» για την ανατροπή του καθεστώτος του M. Gaddafi στη Λιβύη.
Ο πόλεμος, που είχε βαρύ κόστος και για τους Αμερικανούς, με περίπου 5.000 θύματα και οικονομικό κόστος 1,7 τρις δολάρια, ήταν μετά το Αφγανιστάν η πιο απροκάλυπτη εφαρμογή του δόγματος G. Bush για προληπτικά χτυπήματα και ακόμη ήταν η αφορμή για την ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μ.Ανατολή και την ανάδειξη του κυρίαρχου ρόλου των ΗΠΑ στην περιοχή του Περσικού Κόλπου.
Το «επίτευγμα» της ουσιαστικής αποσταθεροποίησης ολόκληρης της περιοχής μέσω της μετατροπής της σε μια σειρά από «αποτυχημένα» κράτη υπήρξε η εστία για την άνοδο του ISIS, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις για τη Δύση.
Ο πόλεμος εναντίον του Ιράκ, ο οποίος κατέστρεψε και τη γειτονική Συρία, ήταν η κύρια αιτία της σύγχρονης προσφυγικής κρίσης. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, το 2007 οι Ιρακινοί πρόσφυγες σε όλο τον κόσμο ήταν σχεδόν 4.000.000.
Ταυτόχρονα, όμως, η προσφυγική κρίση συνέβαλε στην άνοδο του νεοεθνικισμού και των ακροδεξιών ρευμάτων στην Ευρώπη, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να οδηγήσει στην κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.