«Διάβρωση της ελευθερίας των ΜΜΕ στη γενέτειρα της δημοκρατίας», διαπιστώνει σε ανάλυσή του, το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (IPI), επισημαίνοντας πως η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, είναι στη χαμηλότερη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο αφορά την Ελευθερία του Τύπου.
Ο σύμβουλος – αναλυτής του IPI, Τζέιμι Γουάιζμαν, αναφέροντας τους λόγους που έχουν φέρει τη χώρα μας στα τάρταρα της ελευθεροτυπίας – δολοφονία Καραϊβάζ, εμπρηστικές επιθέσεις σε γραφεία μέσων ενημέρωσης, το δυσθεώρητο σκάνδαλο των υποκλοπών και μια σειρά από SLAPP αγωγές κατά ερευνητών δημοσιογράφων αναφέρεται στις παρεμβάσεις που έχουν γίνει από διεθνείς οργανισμούς και φορείς, οι οποίοι προασπίζουν την ελευθεροτυπία, σημειώνοντας ωστόσο ότι οι προκλήσεις παραμένουν και «βρίσκονται στην κορυφή πολύ βαθύτερων συστημικών ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης, των απειλών για την ανεξαρτησία τους που πηγάζουν από την ολιγαρχική ιδιοκτησία και τις αδύναμες ρυθμίσεις για τον Τύπο.
Ειδική αναφορά κάνει ο συντάκτης της ανάλυσης στο σκάνδαλο των υποκλοπών που τα ελληνικά ΜΜΕ στη συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν εξαφανίσει από τη θεματολογία τους. «Εκτός από τους φόβους για την ασφάλεια των δημοσιογράφων στους δρόμους, η ασφάλεια στην ψηφιακή σφαίρα παραμένει υπό απειλή. Από το 2021 ήρθαν στο φως πολλαπλές αποκαλύψεις σχετικά με την παρακολούθηση Ελλήνων δημοσιογράφων, τόσο μέσω νόμιμων υποκλοπών όσο και μέσω παράνομων λογισμικών», σημειώνει ο Γουάιζμαν και τονίζει: «Αρκετοί δημοσιογράφοι και ιδιοκτήτες ΜΜΕ υπήρξαν θύματα παρακολουθήσεων από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), ένα όργανο που τέθηκε υπό τον έλεγχο του γραφείου του Πρωθυπουργού αμέσως μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Παρόλο που οι αρχές δικαιολογούσαν αυτές τις ενέργειες, επικαλούμενες το συμφέρον της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, διαπιστώθηκε ότι δημοσιογράφοι παρακολουθούνταν ενώ εργάζονταν για παράδειγμα σε ιστορίες όπως η τραπεζική διαφθορά. Ένας άλλος δημοσιογράφος, ο Σταύρος Μαλιχούδης, από το ερευνητικό μέσο Solomon, παρακολουθήθηκε ενώ δούλευε πάνω σε μια ιστορία ανθρώπινου ενδιαφέροντος για ένα παιδί πρόσφυγα, προκαλώντας σοβαρές ανησυχίες για την κατάχρηση των υπηρεσιών πληροφοριών.
Εκτός από αυτή την αμφιλεγόμενη αλλά τεχνικά νόμιμη υποκλοπή, τουλάχιστον ένας δημοσιογράφος στην Ελλάδα βρέθηκε στο στόχαστρο παράνο,ου λογισμικού. Τον Απρίλιο του 2022, αποκαλύφθηκε ότι ο οικονομικός και τραπεζικός ρεπόρτερ Θανάσης Κουκάκης, ο οποίος εργάζεται για το CNN Greece και άλλα διεθνή μέσα, παρακολουθείτο για τουλάχιστον 10 εβδομάδες, το καλοκαίρι του 2021, με χρήση ενός ισχυρού spyware εργαλείου που ονομάζεται Predator. Ήταν η πρώτη αναφερόμενη περίπτωση δημοσιογράφου οπουδήποτε στον κόσμο που δέχτηκε χακάρισμα, χρησιμοποιώντας την τεχνολογία, η οποία διατίθεται στο εμπόριο από τη σκιώδη εταιρεία Intellexa», αναδεικνύει την παγκόσμια πρώτη – αρνητική διάκριση – για την Ελλάδα το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου, με τον συντάκτη της ανάλυσης να προσθέτει:
«Όπως επίσης, το πιο γνωστό λογισμικό κατασκοπείας Pegasus, είναι ικανό να μολύνει το κινητό τηλέφωνο ενός θύματος, να έχει πρόσβαση στα δεδομένα του και να το μετατρέπει κρυφά σε συσκευή ακρόασης στην τσέπη του χρήστη.
Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε αμέσως κάθε ρόλο, κάνοντας λόγο αντ’ αυτού, σε έναν αόριστο μη κρατικό παράγοντα. Καθώς οι δημοσιογράφοι ερευνητές δημοσίευσαν πρόσθετες αποκαλύψεις, η αφήγηση άλλαξε και ο Πρωθυπουργός τελικά κατηγόρησε αδίστακτους «δάκτυλους» εντός των υπηρεσιών πληροφοριών. Καθώς αυξάνονταν τα αιτήματα λογοδοσίας, ο γενικός γραμματέας του Μητσοτάκη, ο οποίος είναι επίσης ανιψιός του, απολύθηκε, μαζί με τον επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών. Αν και οι αρχές εξακολουθούν να αρνούνται ρόλο στη χρήση spyware και έκτοτε έχουν ψηφίσει νόμο για την πλήρη απαγόρευση κάθε χρήσης spyware, υπάρχει ένα σαφές μοτίβο μεταξύ του τέλους της νόμιμης υποκλοπής δημοσιογράφων και της έναρξης του παράνομου spyware, υποδεικνύοντας μια σαφή σχέση της χρήσης κατασκοπευτικών εργαλείων με το κράτος. Παρόλο που υποβλήθηκαν πολυάριθμες νομικές καταγγελίες, δεν έχει επιτευχθεί καμία απόδοση ευθύνης για παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του ατόμου ή του απορρήτου των δημοσιογραφικών πηγών. Οι ποινικές έρευνες δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής τίποτα».