Σε λύσεις που απέρριπτε με βδελυγμία καταφεύγει η κυβέρνηση για τις υπέρογκες αυξήσεις που καταγράφουν οι τιμές στο ρεύμα προκαλώντας θερινή ψυχρολουσία σε χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Η επί εβδομάδες αλαζονική στάση του Μαξίμου, παρά το ηχηρό ράπισμα των ευρωεκλογών, αλλά και οι ερασιτεχνικές εκτιμήσεις της ηγεσίας του αρμόδιου υπουργείου έφεραν τη Ν.Δ. με την πλάτη στον τοίχο, με αποτέλεσμα ο πρωθυπουργός να υποχρεωθεί να λάβει μέτρα στο και πέντε του προβλήματος με την προσδοκία να προσφέρουν έστω πρόσκαιρη ανακούφιση στους καταναλωτές.
Η κυβέρνηση αναγκάζεται να ανακυκλώσει μερικώς τα αμφιβόλου αποτελέσματος μέτρα του 2022 και του 2023, προκειμένου να μην παρέμβει στο καζίνο του ρεύματος.
Όπως γράφεις το ρεπορτάζ του για την “Εφημερίδα των Συντακτών” ο Γιάννης Κιμπουρόπουλος,
Με τη γνωστή τελετουργία που ακολουθήθηκε σε όλη τη διάρκεια της πανδημικής αλλά και της αμέσως επόμενης ενεργειακής κρίσης, η κυβέρνηση αντιδρά με καθυστέρηση στην «πυρκαγιά» που έχει ανάψει ξανά στην αγορά ρεύματος. Αφού επί μήνες ο αρμόδιος υπουργός επέμεινε ότι μέσες λιανικές τιμές ρεύματος θα κινηθούν το μακρύ καυτό καλοκαίρι κάτω από τα επίπεδα του Ιανουαρίου, ενόψει της νέας αύξησης που ετοιμάζουν οι πάροχοι για τον Αύγουστο, ακολουθώντας την εκτίναξη των τιμών στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, σήμερα ανακοινώνει μέτρα που θα συνδυάζουν μια μερική και εξαιρετικά περιορισμένη χρονικά επαναφορά της έκτακτης φορολόγησης των υπερεσόδων των τεσσάρων ηλεκτροπαραγωγών με εξίσου περιορισμένη -μόλις το δίμηνο Ιουλίου και Αυγούστου- επαναφορά των επιδοτήσεων στους λογαριασμούς.
Φυσικά προηγήθηκε η καθιερωμένη σύσκεψη των ανησυχούντων πρωθυπουργού και υπουργών στο Μαξίμου και οι από τηλεοράσεως προαναγγελίες του Κυρ. Μητσοτάκη, που πάντα θέλει να βάζει τη σφραγίδα του σε κάθε κυβερνητική «γενναιοδωρία».
Το γεγονός ότι μετά την πρωτοφανή ενεργειακή κρίση που διέτρεξε την Ευρώπη, αλλά με ακραίο τρόπο την Ελλάδα, και κόστισε στον κρατικό προϋπολογισμό πάνω από 10 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να παρέμβει στο κερδοσκοπικό καζίνο που έχει στηθεί στο Χρηματιστήριο Ενέργειας το βρίσκει τώρα μπροστά της.
Διπλασιάστηκε η χονδρική τιμή από την αρχή του χρόνου, με νέο ρεκόρ σήμερα, με μέγιστη τιμή στα 760 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Χθες καταγράφηκε νέο ρεκόρ στη μέγιστη τιμή χονδρικής ρεύματος, στα 760 ευρώ η μεγαβατώρα, τις ίδιες ακριβώς ώρες, μετά τις 8 το βράδυ, που η προσφορά ρεύματος μειώνεται και η ζήτηση καλύπτεται αναγκαστικά από την τετράδα των ηλεκτροπαραγωγών που έχουν μονάδες φυσικού αερίου (ΔΕΗ, Elpedison, Protergia, Ηρων, με την πρώτη να προσφέρει φυσικά τη μερίδα του λέοντος). Οπως φαίνεται και από τα γραφήματα που παραθέτουμε, η μέση χονδρική τιμή του Ιουλίου, στα μισά και πλέον του μήνα, είναι ήδη σχεδόν διπλάσια από τη μέση τιμή του τελευταίου εξαμήνου, και υπερδιπλάσια από την τιμή του Ιανουαρίου 2024. Κι αν παρακολουθήσουμε τις μέγιστες τιμές, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, αφού καταγράφεται τετραπλασιασμός και βάλε.
Το γεγονός ότι αυτή η «διαταραχή» καταγράφεται και σε άλλες πέντε χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης αλλά και στην Ουγγαρία μόνο ως άλλοθι δεν μπορεί να προβληθεί από την κυβέρνηση. Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία έχουν τα ίδια μείγματα ηλεκτροπαραγωγής, με υψηλή εξάρτηση από το φυσικό αέριο και εξίσου ανενόχλητη και «ελεύθερη» λειτουργία ενεργειακού χρηματιστηρίου, όπου οι βασικοί παραγωγοί ελέγχουν και την προσφορά και τη ζήτηση ρεύματος στις καθημερινές συναλλαγές. Θεωρητικά, λοιπόν, η ελληνική ρυθμιστική αρχή, η ΡΑΑΕΥ, που ζήτησε να ελέγξει τις συναλλαγές των τελευταίων ημερών, είναι αδύνατο να βρει κάτι επιλήψιμο, αφού οι ίδιοι παίκτες κυριαρχούν και στις δύο πλευρές της αγοράς και δεν νοείται να «καταγγείλουν» ως αγοραστές υπερβολικές τις τιμές που προσφέρουν ως πωλητές.
Μια προσεκτική ματιά, πάντως, στον χάρτη των τιμών χονδρικής ρεύματος σε όλες τις χώρες της Ευρώπης καταδεικνύει ότι κάτι στραβό γίνεται στην ανατολική πλευρά της. Οι σκανδιναβικές χώρες, χάρη στην αφθονία των ενεργειακών πόρων τους και στο κλίμα τους, απολαμβάνουν σταθερά τις χαμηλότερες τιμές με διακύμανση από 10 έως 35 ευρώ/Mwh. Στις μεγάλες χώρες της κεντρικής Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία) δεν υπερβαίνουν τα 75 ευρώ και στις χώρες της Ιβηρικής, με θερμοκρασίες άνω των 30 βαθμών στις νοτιότερες περιοχές τους, οι τιμές δεν ξεπερνούν τα 94 ευρώ/Mwh.
Και εκεί μπορεί οι οριζόντιες επιδοτήσεις ρεύματος να έχουν ανασταλεί μετά το «απαγορευτικό» των Βρυξελλών, αλλά ο μηχανισμός παρέμβασης στην αγορά ενέργειας, με τη λεγόμενη «ιβηρική εξαίρεση» που κέρδισαν το 2022 στον συνυπολογισμό του αερίου στο ενεργειακό μείγμα τους και το άφθονο δυναμικό ΑΠΕ, έχει αποτρέψει ακραίες διακυμάνσεις στη χρηματιστηριακή τιμή του ρεύματος. Κι αυτό εν μέρει το πλήρωσαν με περιορισμό της κερδοφορίας τους οι μεγάλοι ηλεκτροπαραγωγοί τους.
Τα μικρά… αδιανόητα που έκαναν οι άλλες χώρες της Ε.Ε. για να τιθασεύσουν στοιχειωδώς την προκλητική κερδοσκοπία στο Χρηματιστήριο Ενέργειας έρχεται να εφαρμόσει αποσπασματικά, πυροσβεστικά και για μόλις έναν μήνα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που αναγκάζεται τώρα να ξαναβάλει χέρι στα υπερέσοδα των ηλεκτροπαραγωγών, προκαλώντας τις αναιμικές προς το παρόν διαμαρτυρίες τους περί «απαράδεκτης παρέμβασης σε μια ελεύθερη αγορά ενέργειας». Ωστόσο, η πολιτική σταθερότητα στην οποία ομνύουν και αυτοί απαιτεί κάποιες μικρές, έστω επικοινωνιακού χαρακτήρα θυσίες, το εύρος των οποίων θα το μάθουμε σήμερα.
Κατά τα φαινόμενα, θα επαναληφθεί το μοντέλο του 2022, που θα υπολογίζει τα υπερέσοδα με βάση το κόστος παραγωγής ρεύματος από φυσικό αέριο, μαζί με ένα κέρδος 10%. Το λοιπό υπερέσοδο θα φορολογηθεί με ένα ποσοστό 33%, το οποίο θα μπει στον «κουμπαρά» επιδοτήσεων στους λογαριασμούς ρεύματος για το καυτό δίμηνο του θέρους. Οπωσδήποτε θα απαιτηθεί και η έγκριση της Κομισιόν. Πάντως, το μοντέλο αυτό που εφαρμόστηκε το 2022-2023, όταν η ρήτρα αναπροσαρμογής πυρπολούσε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, δεν είναι σαφές αν και τι απέδωσε.
Η διπλή εικόνα της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και ο άγνωστος απολογισμός της φορολόγησης των ενεργειακών υπερκερδών το 2022 και το 2023.
Το 2022 η φορολόγηση των υπερεσόδων των ηλεκτροπαραγωγών είχε φέρει έκτακτο φόρο 374 εκατ. ευρώ, με συντελεστή (υποτίθεται) 90%. Στη συνέχεια, ο μηχανισμός ανάκτησης των υπερεσόδων των παραγωγών ενέργειας στην πηγή τους υποτίθεται ότι απέδωσε έσοδα 3,5 δισ. ευρώ, που διοχετεύτηκαν στις επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος. Αλλα 650 εκατ. ευρώ (υποτίθεται) ήρθαν από τη φορολόγηση των υπερκερδών των διυλιστηρίων. Αλλά η κυβέρνηση δεν έδωσε ποτέ ακριβή απολογισμό αυτής της παρέμβασης. Που σε κάθε περίπτωση υπολείπεται κατά πολύ από τα 10 και πλέον δισ. που κόστισαν στον προϋπολογισμό -δηλαδή στους φορολογούμενους- οι επιδοτήσεις οι οποίες επέστρεφαν τελικά στα ταμεία ηλεκτροπαραγωγών μόλις αυτοί φορούσαν το κοστούμι των παρόχων ρεύματος.