Πέθανε χθες καθόδων για το νοσοκομείο της Τρίπολης ο αγωνιστής αναρχικός Αβραάμ (Μάκης) Λεσπέρογλου σε ηλικία 69 ετών.
Ο Αβραάμ Λεσπέρογλου είχε χαρακτηριστεί κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 ως ένας από τους «συνήθεις ύποπτους» καθώς είχε κατηγορηθεί χωρίς αποδείξεις κατά καιρούς για σημαντικές ποινικές ενέργειες. Κατά τη δεκαετία του 1980, έγινε φυγάς για 14 χρόνια, επέστρεψε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1990 και φυλακίστηκε, ενώ στο τέλος αθωώθηκε για όλες τις κατηγορίες που κατά καιρούς το κράτος του απέδειδε.
«Πέθανε στον δρόμο για την Τρίπολη»
Σύμφωνα με τον δικηγόρο Γ. Ραχιώτη, ο Αβραάμ Λεσπέρογλου «υπέστη έμφραγμα στο Γύθειο που έκανε διακοπές. Τον σκότωσε το διαλυμένο σύστημα υγείας.»
Όπως έγραψε ο γνωστός δικηγόρος στον λογαριασμό του στο facebook: «Ο Αβραάμ ( Μάκης) Λεσπέρογλου έφυγε από κοντά μας σήμερα 3/7/24 στις 2μμ μετά από έμφραγμα που έπαθε νωρίς το πρωί στο Γύθειο που έκανε διακοπές . Τον σκότωσε το διαλυμένο σύστημα υγείας. Στο Νοσοκομείο Γυθείου δεν μπορούσαν να του προσφέρουν τίποτα .
Τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο της Σπάρτης . Στην καρδιολογική κλινική του νοσοκομείου Σπάρτης υπηρετεί μόνο ένας καρδιολόγος και οι ανάγκες καλύπτονται όπως-όπως με ιδιώτες . Δεν μπορούσαν να του κάνουν στεφανιογραφία που θα του έσωζε πιθανότατα τη ζωή. Μετά από ώρες αναζητήσεων άλλου Νοσοκομείου αποφάσισαν να τον στείλουν στην Τρίπολη χωρίς να τον σταθεροποιήσουν πρώτα . Τον έστειλαν με κοινό ασθενοφόρο, δεν είχαν ειδική κινητή μονάδα. Πέθανε στο δρόμο για την Τρίπολη.»
ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΑΒΡΑΑΜ ΛΕΣΠΕΡΟΓΛΟΥ
Γεννημένος το 1955, ο Αβραάμ Λεσπέρογλου ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δραστηριότητα στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της χούντας.
Με τη μεταπολίτευση περνάει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης όπου, παράλληλα, αναπτύσσει και έντονη σχέση με Παλαιστίνιους αγωνιστές η οποία με την πάροδο του χρόνου παίρνει τη μορφή πολιτικής υποστήριξης και αλληλεγγύης στον αγώνα των Παλαιστινίων.
Από το 1979 επιστρέφει στην Αθήνα και εργάζεται, ενώ συνεχίζει να συμμετέχει δραστήρια στους κοινωνικούς αγώνες εκείνης της περιόδου.
Στις 24/10/1982 γίνεται απόπειρα διάρρηξης ενός εργαστηρίου οδοντοτεχνικής στα Εξάρχεια, κατά την οποία τραυματίζεται ο αστυνομικός Ψαρουδάκης.
Συλλαμβάνονται δύο άτομα από το φιλικό περιβάλλον του Αβραάμ Λεσπέρογλου: ένας Παλαιστίνιος και ένας Έλληνας.
Τις επόμενες ημέρες από το συμβάν το όνομα του Λεσπέρογλου εμφανίζεται στις εφημερίδες και καταζητείται από τις διωκτικές αρχές.
Ο Λεσπέρογλου δεν παρουσιάζεται, φοβούμενος ότι αν διευκρινίσει ότι το τρίτο άτομο, το οποίο πυροβόλησε τον αστυφύλακα, δεν είναι ο ίδιος αλλά ένας Παλαιστίνιος, θα θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια και ελευθερία αρκετών Παλαιστινίων στην Ελλάδα.
“Όταν έμαθα ότι η αστυνομία με καταζητούσε για τον τραυματισμό του αστυνομικού Ψαρουδάκη παρέλυσα” είχε πει στις 3/5/2000 ο ίδιος, σε συνέντευξη του στην Ελευθεροτυπία.
‘’Δεν ήξερα τι συνέβη και έπρεπε να διευκρινίσω τι ακριβώς είχε γίνει.
Το ότι δεν ήταν πράξεις που με έβρισκαν σύμφωνο δεν έκανε τα πράγματα τόσο απλά όσο φαίνονται.
Η πεποίθηση μου, όμως, ότι αν έλεγα στις διωκτικές αρχές τι συνέβη θα εμπλέκονταν και άλλοι Παλαιστίνιοι και από την άλλη εκτιμώντας τη μακρόχρονη σχέση μου και παίρνοντας υπόψη τις συμφωνίες μαζί τους και όχι τη διαφωνία μου για αυτά τα γεγονότα, με υποχρέωσαν να σιωπήσω αντί να παρουσιαστώ και να ξεκαθαρίσω τη θέση μου.”
Αντί να καρφώσει, λοιπόν, ο Λεσπέρογλου καταφεύγει στην φυγοδικία.
Τον Απρίλιο-Μάιο του 1985 συμβαίνουν μια σειρά γεγονότα τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για πολλά χρόνια ακόμα από τις αρχές ως κατηγορητήριο για πολλούς “συνήθεις υπόπτους”.
Στις 1 Απριλίου εκτελείται ο εισαγγελέας Θεοφανόπουλος. Στις 6 Μαϊου πραγματοποιείται αιματηρή ληστεία σε σούπερ μάρκετ “Σκλαβενίτη” και στις 15 του ίδιου μήνα γίνεται η περίφημη συμπλοκή στην περιοχή Γκύζη, με το θάνατο τριών αστυνομικών και του Χρήστου Τσουτσουβή.
Η Ασφάλεια προσπαθεί να εμπλέξει τον Λεσπέρογλου και τον Γ.Μπαλάφα με τα περιστατικά αυτά, εγκαινιάζοντας τις προσπάθειες να τους παρουσιάσει σαν μέλη ένοπλης ομάδας.
Και στις 22 Μαϊου κατηγορεί επίσημα τους Λεσπέρογλου-Μπαλάφα ως συμμετέχοντες στην συμπλοκή.
Στις 1/11/1985 ασκείται δίωξη στον Λεσπέρογλου και για τις τρεις υποθέσεις, Θεοφανόπουλου, Σκλαβενίτη, Γκύζη.
Ο Λεσπέρογλου συνειδητοποιεί ότι “μετά τις απίστευτες κατηγορίες που μου αποδόθηκαν το ’85 δεν είχα περιθώρια επιστροφής.
Έτσι επέλεξα το δρόμο της αυτοεξορίας”.
Φεύγει από την Ελλάδα και έκτοτε περιπλανάται στο εξωτερικό όπου με “επίμονες και πολλές προσπάθειες κατάφερα να δημιουργήσω μια πιο μόνιμη διαμονή, σταθερότερη εργασία και κοινωνικό περιβάλλον..”.
Τον Δεκέμβρη του 1999 η κατάσταση της υγείας της μητέρας του, που ζούσε στην Αθήνα, επιδεινώνεται.
Ο Λεσπέρογλου επιχειρεί να έρθει στην Αθήνα για να είναι δίπλα της, χρησιμοποιώντας πλαστό διαβατήριο.
Στις 23/12/1999 συλλαμβάνεται αμέσως καθώς φθάνει στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης 3,5 χρόνων χωρίς αναστολή για παράνομη είσοδο στη χώρα και οδηγείται στον Κορυδαλλό.
Εντωμεταξύ προχωράει η δικαστική διαδικασία για την παραπομπή του σε δίκη για τα αδικήματα για τα οποία φυγοδικούσε από την δεκαετία του ’80. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, στις 24/5/2000 καταδικάζεται από το Στρατοδικείο του Ρουφ για ανυποταξία σε ποινή φυλάκισης άλλων 3,5 χρόνων χωρίς αναστολή.
Η αλληλεγγύη στον Λεσπέρογλου ξεκινάει από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του.
Συγκροτείται από διάφορους πολιτικούς χώρους και άτομα, η Επιτροπή Αλληλεγγύης στον Αβραάμ Λεσπέρογλου, η οποία παρεμβαίνει από τότε με κείμενα και πολιτική δράση για την αποφυλάκιση και αθώωσή του.
Το γεγονός ότι ο Γ.Μπαλάφας είχε αθωωθεί για πολλές από τις κατηγορίες για τις οποίες θα δικαζόταν ο Λεσπέρογλου, ήταν ένα ακόμα στοιχείο που αποδείκνυε ότι οι αστυνομικές-δικαστικές αρχές έστηναν άλλη μια σκευωρία προς ικανοποίηση των “αντιτρομοκρατικών” επιδιώξεών τους, υπό την πίεση πάντα και των ΗΠΑ.
Στις 25/10/2001 o Λεσπέρογλου καταδικάζεται από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών σε 17ετή κάθειρξη, για την απόπειρα δολοφονίας του αστυνομικού Ψαρουδάκη, χωρίς να του αναγνωριστεί ούτε ένα ελαφρυντικό.
Το κίνημα αλληλεγγύης φαίνεται να έχει υποστεί ήττα και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί τρίβουν τα χέρια τους, αφού έχουν επιτέλους να παρουσιάσουν μια καταδίκη “τρομοκράτη”.
Η σκευωρία, όμως, δεν θα αργήσει να καταρρεύσει…
Τον Μάρτιο του 2001 πραγματοποιείται η δίκη σε δεύτερο βαθμό, στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών.
Η απόφαση του Εφετείου, στις 27/3/2001, είναι καταπέλτης για το κράτος: ο Λεσπέρογλου κρίνεται αθώος, με ψήφους 4-3 (και οι τέσσερις ένορκοι τον έκριναν αθώο).
Ακολουθούν μια σειρά απαλλακτικών ή ευνοϊκών αποφάσεων: στις 20/06/2001 το Τριμελές Εφετείο Αθηνών μειώνει την αρχική ποινή που του είχε επιβληθεί για παράνομη είσοδο στη χώρα σε 7 μήνες με τριετή αναστολή.
Στις 25/10/2001 αθωώνεται πανηγυρικά για τις υποθέσεις Θεοφανόπουλου, Σκλαβενίτη, Γκύζη, τις ίδιες κατηγορίες για τις οποίες είχε αθωωθεί και ο Γ.Μπαλάφας, με ψήφους 5-2. Και στις 6/11/2001 o Αβραάμ Λεσπέρογλου αφήνεται επιτέλους ελεύθερος, καθώς γίνεται δεκτή από το Στρατοδικείο η αίτηση αναστολή εκτέλεσης της ποινής 3,5 χρόνων που του είχε επιβληθεί για ανυποταξία, αφου είχε εκτελέσει τα 3/5 της ποινής του.
Οι κρατικοί μηχανισμοί, όμως, δεν έχουν πει ακόμα την τελευταία λέξη τους.
Από τις 7/6/2001 κιόλας, μόλις δύο μήνες μετά την αθώωση του στο Εφετείο, ο τέως εισαγγελέας Παν. Δημόπουλος, ασκεί αίτηση αναίρεσης της αθωωτικής απόφασης του Εφετείου, με το σκεπτικό ότι δεν ήταν πλήρως αιτιολογημένη! Αντιστρέφοντας τους όρους αθώου-ένοχου, το κράτος επιχειρεί να ξαναδικάσει τον Λεσπέρογλου λόγω αμφιβολιών για να αθωωθεί και πάλι πανηγυρικά.