Με μια χειμαρρώδη και λεπτομερέστατη μαρτυρία, ο 20χρονος πρώην τρόφιμος της «Κιβωτού του Κόσμου», που κατήγγειλε το 2022 για ασέλγεια τον ιδρυτή της οργάνωσης, πατέρα Αντώνιο, κατέθεσε χθες στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Είναι η πρώτη φορά που ο Π.Γκ. καταθέτει σε δικαστική αίθουσα, όμως με τις κακουργηματικές πράξεις της ασέλγειας σε βάρος του, που βαρύνουν τον Αντώνιο Παπανικολάου, αναμένεται να ξαναβρεθεί στη θέση του μάρτυρα-θύματος, εφόσον το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών οδηγήσει τον κατηγορούμενο στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο για τα όσα κατήγγειλε ο ίδιος και ένας 16χρονος, σήμερα, τρόφιμος της «Κιβωτού». Ο μάρτυρας ωστόσο χθες περιορίστηκε να καταθέσει για όσα εξετάζει το παρόν δικαστήριο: τις «συνέπειες» που υφίσταντο τα παιδιά τα οποία δεν ακολουθούσαν τη «γραμμή» της οργάνωσης που διοικούσε ο ιδρυτής της, τη σωματική κακοποίηση, την καταναγκαστική εργασία, την απομόνωση.
Δεκάδες πρώην και νυν εργαζόμενοι της «Κιβωτού», φίλοι αλλά και κοινωνικοί λειτουργοί που παρακολουθούν συστηματικά τη δίκη βρέθηκαν χθες στην αίθουσα του δικαστηρίου για να στηρίξουν τον 20χρονο που επί τέσσερις ώρες προχωρούσε σε συγκλονιστικές περιγραφές για τα όσα βίωσε και είδε σε διάφορες δομές της οργάνωσης (Χίο, Πωγωνιανή, Βόλο, Καλαμάτα) από την οποία μπαινόβγαινε από όταν ήταν 6 χρόνων.
Η αντίστροφη μέτρηση, ωστόσο, ξεκίνησε όταν ήταν περίπου 15 χρονών και, αν και πλέον είχε φύγει από την «Κιβωτό», ο πατέρας Αντώνιος του ζήτησε να επιστρέψει στην οργάνωση, με την υπόσχεση ότι θα στηρίξει οικονομικά τη μητέρα του. «Ημασταν στην Αθήνα και ήμουν στην ομάδα μπάσκετ της “Κιβωτού”, παίζαμε με τον πάτερ. Μου έλεγε “Η Αθήνα δεν είναι για σένα, να ξαναγυρίσεις στην “Κιβωτό”, να βοηθήσω και τη μαμά σου”, και πως “Στο σχολείο δεν είσαι καλός, πρέπει να μάθεις να δουλεύεις”. Και έτσι με έπεισε να ξαναγυρίσω στην “Κιβωτό”». Θυμίζουμε ότι παρόμοια μαρτυρία ήταν και μιας Σομαλής προσφύγισσας, μητέρας ανήλικου φιλοξενούμενου της «Κιβωτού», που κατέθεσε σε προηγούμενη συνεδρίαση του δικαστηρίου και περιέγραψε πως ο πατέρας Αντώνιος είχε ζητήσει από τον 15χρονο γιο της να μεταφερθεί στη δομή της Καλαμάτας για να τη στηρίξει οικονομικά (αναλυτικά: «Κιβωτός – κολαστήριο για 15χρονο αγόρι», 29.5.24, «Εφ.Συν.»).
«Οσο ήμουν στον Βόλο, είχα στο μυαλό μου ότι δουλεύω για να βοηθήσω τη μαμά» κατέθεσε ο Π.Γκ. «Βέβαια ήταν εξαντλητική η δουλειά, αλλά επειδή βοήθαγε τη μαμά, το δεχόμουν». «Πόσο εξαντλητική;» ήταν η ερώτηση του προέδρου της έδρας. «Πήγαινα στα ζώα, τάιζα τα πρόβατα, τα κατσίκια, έβαζα νερό, καθάριζα, μαζεύαμε κοπριά σε τσουβάλια για να την πετάξουμε. Τον Οκτώβριο μαζεύαμε ελιές, κλαδεύαμε αμπέλια, κάναμε τις αποθήκες, κούρεμα το γκαζόν…». Αυτή η άμισθη καθημερινή εργασία συνεχίστηκε για έναν χρόνο στη δομή του Βόλου, ενώ περιέγραψε πως παρέμενε τα βράδια κλειδωμένος σε ένα δωμάτιο, δίπλα από το γραφείο της διευθύντριας της οργάνωσης, επί δύο μήνες.
Οι εντολες ανωθεν
Στην ερώτηση αν ο πατέρας Αντώνιος γνώριζε για τις εξοντωτικές εργασίες των παιδιών ή αν ήταν πρωτοβουλίες μεμονωμένων συνεργατών ή εκπαιδευτών της οργάνωσης, ο μάρτυρας ήταν κατηγορηματικός: «Οποτε έρχονταν στον Βόλο ο πατέρας Αντώνιος και οι συνεργάτες του, κάνανε οι ίδιοι αξιολόγηση των παιδιών για τις δουλειές. Οπότε τα ήξερε όλα». Αυτό έγινε ακόμα πιο σαφές στον Π.Γκ. το 2020, όταν μεταφέρθηκε στη δομή της Καλαμάτας και ανέλαβε τον ρόλο του άτυπου υπεύθυνου, ως έμπιστος του πατέρα Αντώνιου. «Ημουν το παιδί που έβγαζε το πρόγραμμα εργασιών. Επρεπε να βάζω στον σωστό δρόμο τα παιδιά, να λέω “Εδώ είναι το σπίτι μας και πρέπει να κάνουμε δουλειά”. Ετσι μου το είχαν παρουσiάσει». Και τις εντολές για το «μοίρασμα» των εργασιών στους υπόλοιπους τρόφιμους τις λάμβανε απευθείας από τον πατέρα Αντώνιο, όπως ανέφερε.
Από δύο σημεία της μαρτυρίας του Π.Γκ. αναδεικνύεται με τον πιο σαφή τρόπο το κλίμα που είχε καλλιεργηθεί μεταξύ των φιλοξενούμενων της δομής. Αφενός το αίσθημα ευγνωμοσύνης που όφειλαν να έχουν για το έργο της οργάνωσης και του ιδρυτή της: «Μου έλεγαν “Η μαμά σου έχει ένα επίδομα από εμάς, να έχεις φιλότιμο” και έτσι δεν μπορούσα να μη δουλεύω». Αφετέρου, πως η μόνη καλή επιρροή για τα παιδιά ήταν τα πρόσωπα της οργάνωσης, αποκόβοντάς τα έτσι από οποιαδήποτε εξωτερική κοινωνική επαφή: «Αυτό που ξέραμε είναι ότι τα παιδιά που φεύγουν από την “Κιβωτό” αυτόματα έχουν αποτύχει στη ζωή τους».
Αυτή ήταν και η αφορμή που ο Π.Γκ. πήρε τελικά την απόφαση να φύγει από την οργάνωση, μια και ήταν κανόνας να μη μιλάει κανένα παιδί, όπως ανέφερε, με πρώην τρόφιμους. «Εμαθαν όμως ότι μιλάω στο messenger με τον Κ.Κ. (πρώην τρόφιμο) και πήγα στο δωμάτιο του πατέρα Αντώνιου που ήταν με τον Α. (σ.σ. συγκατηγορούμενο συνεργάτη του). Μου έλεγε ο πάτερ: “Τι δουλειά έχεις εσύ με τους γύφτους;”. Με τον Κ.Κ. δηλαδή. Μου άρπαξε το κινητό να μου το ελέγξει, είδε ότι μιλούσαμε. Ο Α. όταν βγήκαμε με έπιασε απ’ τον λαιμό, με κόλλησε στον τοίχο. “Θα σε σκοτώσω, μαλακισμένο”, μου είπε. Ετρεξα μακριά» αφηγήθηκε.
Το κατεργο της Χιου και η ομηρια με ψευτικες υποσχεσεις
Ο Μπ., που κατέθεσε στη συνέχεια, αναφέρθηκε στη δομή της Χίου. Εκεί μεταφέρθηκε το 2016 ύστερα από συζήτηση που είχε με τον πατέρα Αντώνιο στη δομή της Ανοιξης, στην Αθήνα όπου φιλοξενούνταν. Ο λόγος για τον οποίο μεταφέρθηκε ήταν πως ΙΕΚ της Χίου είχε κάνει μια δωρεά, όπως του εξήγησε ο πατέρας Αντώνιος, προσφέροντας μια θέση εκπαιδευόμενου σε τρόφιμο της οργάνωσης: «Μου είπε πως υπάρχει μια σχολή μαγειρικής για να ασχοληθώ, να μην παρακολουθήσω το Λύκειο. Είχα βγάλει το Γυμνάσιο με 16,9 και του ζήτησα να τα κάνω παράλληλα. Μου είπε ότι δεν είμαι καλός στα γράμματα και πως θα γίνω 25 χρόνων και θα πηγαίνω ακόμα σχολείο».
Το τι ακριβώς έκανε εν τέλει όταν έφτασε στη Χίο έπρεπε να το επαναλάβει πολλές φορές ενώπιον της έδρας του δικαστηρίου προκειμένου να γίνει κατανοητό στους δικαστές το καθεστώς της υπερεργασίας: «Δούλευα στην κουζίνα της δομής από τις 9 ώς τις 2.30 για να βοηθάω τη μαγείρισσα, μετά είχα σχολή 3-6 και μετά πάλι στην κουζίνα μέχρι να φάνε βραδινό τα παιδιά […] Μου έλεγε κάποιες φορές ο Μ. (σ.σ. κατηγορούμενος – υπεύθυνος της δομής) πως θα έρθει το υγειονομικό. “Μην τυχόν πεις ότι δουλεύεις, κακομοίρη. Πες ότι μπήκες 10 λεπτά να βοηθήσεις, και αν σε ρωτήσουν γιατί δεν πας σχολείο, πες τους ότι έχουν πάει εκδρομή”».
Με την υπόσχεση από τον πατέρα Αντώνιο πως θα πληρώνεται για την εργασία του 400 ευρώ τον μήνα –που θα έμπαιναν σε κλειστό λογαριασμό για να λάβει τα χρήματα όταν ενηλικιωθεί–, ο Μπ. συνέχισε να δουλεύει, όπως αφηγήθηκε, σε αυτούς τους εξοντωτικούς ρυθμούς για δύο χρόνια. Οταν έφυγε από την οργάνωση, δεν πήρε τα δεδουλευμένα του: «Μου είπαν πως ό,τι έχω δουλέψει τους το χρωστάω για τη σχολή. Δεν ήταν δωρεάν, κατά τύχη ο ιδιοκτήτης της σχολής μού είπε ότι έχει μείνει ακόμα οφειλή 1.000 ευρώ. Συνολικά ήταν 1.500 ευρώ. Ολη αυτή η δουλειά που έκανα, επί δυόμισι χρόνια, κοστολογήθηκε, λοιπόν, 500 ευρώ» είπε εμφατικά.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε και στο περιβόητο βουνό με πέτρες που τα παιδιά αναγκάζονταν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, να σπάνε κάτω από τον ήλιο. «Επρεπε να βγάζουμε τις πευκοβελόνες που έπεφταν στο έδαφος και να σπάμε πέτρες, έτσι ώστε τα κορίτσια της δομής να έρχονται το απόγευμα και να φτιάχνουν με τις πέτρες στο έδαφος την αναγραφή “Κιβωτός του Κόσμου” και δρομάκια στα χωράφια για να πατάνε. Αυτό γινόταν από την αρχή, αλλά εγώ το έκανα τον Ιούλιο του 2021 που ήταν να επισκεφθεί ο πάτερ τη δομή». Το νησί, όπως είπε χαρακτηριστικά, φημίζεται για τις πέτρες του.
«Μια φορά τον είχα ρωτήσει (σ.σ. τον πατέρα Αντώνιο) γιατί σπάμε πέτρες. “Πολύ ωραία ερώτηση”, μου είπε. “Οπως εσείς ήρθατε στην Κιβωτό τραυματισμένοι και με πληγές και σας καθαρίζουμε, έτσι είναι οι πέτρες. Σπάζοντάς τες, ελαφρύνεται το χώμα και ανθίζουν λουλούδια”».