*Γράφει ο Κωσταντίνος Βρεττός
Τον περασμένο Φεβρουάριο ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ανακοίνωσε ότι οι συναυλίες Μαΐου-Ιουνίου σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη θα είναι οι τελευταίες του. Εμοιαζε σαν ψέμα, αλλά μέσα σε δύο μικρές παραγράφους ο αγαπημένος τραγουδοποιός φάνηκε να έκρυψε τη δική του αλήθεια με τον δικό του ποιητικό τρόπο παίζοντας με τις λέξεις.
Το φανατικό κοινό του δεν ήθελε να πιστέψει ότι κλείνει αυτός ο κύκλος και ήλπιζε ο Θανάσης να μη φαίνεται σίγουρος για τον εαυτό του, σε αντίθεση με την Πακίτα Γκαλιέγο. Τα εισιτήρια έγιναν ανάρπαστα, οι πέντε συναυλίες τριπλασιάστηκαν και ο τελευταίος μήνας θύμιζε αποστολή σε ένα διονυσιακό σύμπαν στου δειλινού την άκρη. Κατράκειο, Θέατρο Γης, Τεχνόπολη, Λυκαβηττός και Βράχων. Με το πέρας κάθε live, ένα βήμα πιο κοντά στο τέλος, κάθε συναυλία κουβαλούσε και ένα δικό της φορτίο αποχαιρετισμού που καθρεφτιζόταν στα δάκρυα κοριτσιών και αγοριών, γυναικών και αντρών.
Μέσα σε αυτό το πολυετές μουσικό ταξίδι χιλιάδες κόσμου συνάντησαν τον Θανάση και τον έκαναν δικό τους άνθρωπο, τον αποκαλούσαν με το μικρό του. Χιλιάδες κόσμου συναντήθηκαν μαζί του σε χαρές και λύπες, έγιναν τα τραγούδια του το soundtrack της ζωής τους. Μέσα από τα λόγια του μπόρεσαν να σχηματίσουν τις δικές τους προτάσεις που τους βοήθησαν να έρθουν πιο κοντά στον εαυτό τους και να ανοίξουν καλά κλειδωμένα δωμάτια της ψυχής.
Το βράδυ της Παρασκευής βρέθηκα στο Θέατρο Βράχων στην τελετή έναρξης του μεγάλου φινάλε. Η αύρα ήταν πολύ διαφορετική από τον Λυκαβηττό κι ας είχαν περάσει μόλις λίγες μέρες. Το βλέμμα του Θανάση όταν τραγουδούσε «ποιος θα με θυμάται» σου γεννούσε την απορία αν πράγματι αυτή η ερώτηση τριγυρίζει στο μυαλό του. Η μουσική του όλα αυτά τα χρόνια γλίτωσε ανθρώπους από αυτοσχέδιες παγίδες και έγινε όπλο στη φαρέτρα μιας δύσκολης πραγματικότητας που μέσα από τα τραγούδια του έγινε πιο υποφερτή, ένα αποκούμπι που σε κάνει να νιώθεις λιγότερο ανυπεράσπιστος.
Πριν τραγουδήσει την «Κοιλάδα των Τεμπών», προανήγγειλε ότι τον ερχόμενο Οκτώβριο θα συμμετάσχει σε μια μεγάλη συναυλία υποστήριξης του συλλόγου συγγενών θυμάτων «Τέμπη 2023» στην Αθήνα. Οπως είχε κάνει για το νερό στη Θεσσαλονίκη, για τη ΒΙΟΜΕ, όπως έκανε πάντα μπροστά και πίσω από το μικρόφωνο. Η παρουσία της Μάρθας Φριντζήλα στο πλευρό του αρκετά χρόνια μετά την τελευταία τους συνύπαρξη ήταν ιδανική, με τη Μάρθα να ποτίζει τον κόσμο με τη μεθυστική ενέργειά της και να απορροφά σε διάφορες στιγμές την πίεση από πάνω του.
Λίγο πριν κλείσει με τον «Διάφανο» ο Θανάσης άνοιξε την καρδιά του. «Λοιπόν θέλω να σας ευχαριστήσω πολύ. Και εσάς που είστε εδώ σήμερα –και αυτούς που ήταν στο παρελθόν. Το μεγαλύτερο που έχετε κάνει είναι ότι παραβλέψατε τις ανεπάρκειές μου, ναι ρε γαμώτο. Και σταθήκατε στην ουσία. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Δεν είναι εύκολο αυτό. Το επόμενο διάστημα θα συναντιόμαστε δισκογραφικά, τουλάχιστον. Θέλω να πω όμως το εξής: Το λέω συνέχεια, θα το πω για ακόμη μία φορά. Νομίζω ότι η ανταπόκριση που υπήρχε και η αγάπη… Νομίζω ήταν υπερβολική (γέλια). Ακούστε, ακούστε. Θα το εξηγήσω για μία ακόμα φορά: Αυτό που έκανα, δηλαδή να ασχοληθώ με τα τραγούδια, εντάξει, ήταν μια ανάγκη που δεν μπορούσα να την ελέγξω. Αντιλήφθηκα όμως ότι το έκανα για τη δικιά μου την ύπαρξη. Για να μπορέσω να σταθώ όρθιος σ’ αυτόν τον κακοτράχαλο δρόμο που είναι η ζωή, έτσι;» και συμπλήρωσε: «Κρατήστε τα τραγούδια και εμένα ξεχάστε με! Μη στεναχωριέστε. Ζήστε τη στιγμή. Ζήστε το παρόν. Σαν να μην υπάρχει αύριο. Αλλά όμως, αλλά όμως… Οχι άτσαλα, να θυμάστε πάντα αυτούς που υπήρξαν πριν από μας και αυτούς που θα υπάρξουν μετά από εμάς». Θανάση, θα κρατήσουμε τα τραγούδια και δεν θα σε ξεχάσουμε. Εις το επανιδείν.
Πηγή: efsyn.gr